Ενα πανίσχυρο ρεύμα, αυτό του αντιδυτικισμού, διαπερνά την πολιτική μας ζωή, τη χώρα γενικότερα, αλλά και το συλλογικό μας ασυνείδητο. Αλλοτε υπόρρητα και άλλοτε με πιο επιθετικό τρόπο, αυτό το ρεύμα στοιχειώνει όλη την ιστορία του νεοελληνικού κράτους. Ετσι, από τη διαχρονική γοητεία του αντιδυτικισμού, που οι ρίζες της πηγαίνουν πίσω στον μεγάλο δούκα Λουκά Νοταρά και το «καλύτερα φακιόλιον Οθωμανού, παρά καλύπτρα Λατίνου», μέχρι τη δυσβάσταχτη ελαφρότητα της ρωσοφιλίας, ο δρόμος δεν είναι μακρύς.
Δεν είναι εδώ ο χώρος για εκτεταμένες ιστορικές αναδρομές και αναλύσεις. Αλλωστε, τα βασικά είναι γνωστά. Η παλαιότατη επιθυμία της Ρωσίας «να βγει στις θερμές θάλασσες» την έφερνε συχνά σε σύγκρουση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτή η παρατεταμένη σύγκρουση έκανε πολλούς τον 18ο και τον 19ο αιώνα να βλέπουν τη Ρωσία σαν την αιχμή του δόρατος για τη δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Βέβαια, ο Τσάρος είχε άλλα σχέδια, άλλες προτεραιότητες, άλλα δικά του (σλαβικά) παιδιά στα Βαλκάνια. Το «άδειασμα» όσων εξεγέρθηκαν κατά τα Ορλωφικά, αλλά και του Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία, θα μπορούσε ίσως να είχε βάλει ήδη σε σκέψεις όσους στήριζαν τις ελπίδες τους στο «ξανθό γένος του Βορρά» και στους «ορθόδοξους αδελφούς».
Αυτό το «ρεύμα» και αυτές οι προσδοκίες θα γεννήσουν και θα τροφοδοτούν το λεγόμενο Ρωσικό κόμμα ή κόμμα των Ναπαίων (από το όνομα κάποιου Νάπα, αν δεν κάνω λάθος), όχι μόνον στα χρόνια πριν από και κατά την Επανάσταση του 1821, αλλά και σε όλον σχεδόν τον 19ο αιώνα –ή τουλάχιστον ως τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, το 1878.
Παραλείποντας –λόγω περιορισμένου χώρου –ουκ ολίγα επεισόδια του ίδιου αυτού έργου, θα αρκεστώ να επισημάνω ότι αυτή την παράδοση της ρωσοφιλίας, με τις βαθιές ρίζες στον ψυχισμό του ελληνικού λαού, θα την κληρονομήσει εν πολλοίς… το ΚΚΕ. Η έμμεση αυτή άρδευση του ΚΚΕ από τα κοιτάσματα φιλορωσισμού της ελληνικής κοινωνίας θα διευκολυνθεί κατεξοχήν από την επικράτηση κομμουνιστικού καθεστώτος στη χώρα των τσάρων. Ετσι, η παραδοσιακή ρωσοφιλία θα παντρευτεί σταδιακά με τον φιλοσοβιετικό αντικαπιταλισμό, με αποκορύφωμα την περίοδο 1941-1944, όταν το ΚΚΕ θα πολλαπλασιάσει τις δυνάμεις του, αξιοποιώντας μεταξύ άλλων και τους δεσμούς του με τη «μεγάλη σοβιετική πατρίδα», η οποία πολεμούσε τότε τον ναζισμό. Το γεγονός ότι ο Στάλιν θυμήθηκε τον αντιναζιστικό αγώνα μόνον όταν δέχτηκε επίθεση από τη Γερμανία (αφού προηγουμένως είχε «καταπιεί» τη μισή Πολωνία και τις Βαλτικές Χώρες, με βάση τη συμφωνία που είχε υπογράψει το 1939 με τον Χίτλερ) ήταν μια «λεπτομέρεια» που όχι μόνον το ΚΚΕ αλλά σχεδόν κανείς δεν ήθελε να θυμάται μετά το 1941.
Τι και αν ο Στάλιν «άδειασε» το ΚΚΕ, όπως είχε κάμει κατά το παρελθόν και ο Τσάρος με τους εξεγερμένους Ελληνες; Ακόμα και τα θύματα αυτής της πολιτικής, οι έλληνες κομμουνιστές, ένιωθαν κατά βάθος ικανοποιημένοι, στο μέτρο που με την ένοπλη δράση τους, τόσο το 1944 όσο και το 1946-49, θεωρούσαν ότι είχαν βάλει το λιθαράκι τους στη νομοτελειακή (sic) κατίσχυση του «σοσιαλιστικού» στρατοπέδου. Βέβαια, τον Στάλιν αυτό που πρωτίστως τον απασχολούσε την εποχή εκείνη ήταν πώς να θέσει υπό τον απόλυτο έλεγχό του την Πολωνία. Στον βωμό αυτής της επιδίωξής του δεν είχε τον παραμικρό ενδοιασμό να σπρώξει τους έλληνες κομμουνιστές στην ένοπλη σύγκρουση, προκειμένου να τους χρησιμοποιήσει απλώς σαν διαπραγματευτικό χαρτί στις γεωπολιτικές και άλλες βλέψεις του.
Αλλά και κατά την περίοδο της χούντας, οι παλαιότεροι θυμόμαστε, βέβαια, τις αγαστές σχέσεις που διατηρούσε η Σοβιετική Ενωση με το καθεστώς των συνταγματαρχών, το «business as usual» που επικρατούσε μεταξύ των δύο χωρών. Ακόμα και ο Ανδρέας Παπανδρέου, για να μην ξεχνιόμαστε, αυτό το υπόγειο ρεύμα της ελληνικής κοινωνίας δεν παρέλειπε να το κολακεύει και να το «αξιοποιεί» πολιτικά και εκλογικά. Εξού και τα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», εξού και οι αγαπούλες με τον Γιαρουζέλσκι, εξού και η άρνηση να καταδικαστεί η κατάρριψη του νοτιοκορεάτικου τζάμπο, εξού, εξού, εξού…
Αν η πρώτη πράξη του δράματος για την ελληνική ρωσοφιλία και για το Ρωσικό κόμμα στη χώρα μας είχε πρωταγωνιστές τον Τσάρο και την Ορθοδοξία και η δεύτερη τον Στάλιν και τη «μεγάλη πατρίδα του σοσιαλισμού», η τρίτη πράξη έχει αναμφισβήτητο πρωταγωνιστή τον Πούτιν και τον διάχυτο στη χώρα μας φιλοπουτινισμό.
Με την ίδια ευκολία που οι Ρώσοι αποδέχτηκαν πειθήνια τον Στάλιν ως διάδοχο του Τσάρου, και τον Πούτιν ως διάδοχο, κατ’ ουσίαν, του Στάλιν (κοινός παρονομαστής: μια πανίσχυρη κεντρική εξουσία και ένας «πατερούλης»), έτσι και οι Ναπαίοι παρ’ ημίν, ή αλλιώς το Ρωσικό κόμμα, αφού βρήκαν εν μέρει τη συνέχειά τους στο ΚΚΕ, διεκδικούν και σήμερα ισχυρό ρόλο στη χάραξη της εξωτερικής μας πολιτικής, αλλά και στον γενικότερο προσανατολισμό της χώρας. Από καθηγητές με τίτλους ευγενείας μέχρι αρχηγούς γραφικών κομμάτων και πολιτικά περιπλανώμενους Ταλεϋράνδους, δεν είναι λίγοι εκείνοι που δεν χάνουν ευκαιρία να μας εκθειάσουν την «πυγμή» του Πούτιν, ως αντίπαλου δέους στη Δύση –«πυγμή» η οποία γνωρίζουμε βέβαια πώς εκδηλώνεται, είτε πρόκειται για πολιτικούς αντιπάλους είτε για όμορες χώρες. Και όλα αυτά, σε συνδυασμό πάντα με το «αφήγημα» ενός στρεψόδικου αντιδυτικισμού περί αδηφάγων, ανάλγητων, ακόμα και «ανθελλήνων», Δυτικών. «Αφήγημα» που δεν είναι περιθωριακό, όπως ίσως νομίζουμε, καθώς κρεμιέται κάθε πρωί στα ανά την επικράτεια περίπτερα, κυριαρχεί σε ραδιοφωνικούς σταθμούς μεγάλης ακροαματικότητας, εμφιλοχωρεί σε κανάλια διόλου ευκαταφρόνητης τηλεθέασης.
Οσο για το κατά πόσον η χώρα θα μπορούσε, σε περίπτωση ανάγκης, να βασιστεί σε ενδεχόμενη ρωσική χείρα βοηθείας, όποιος ενδιαφέρεται ας ρωτήσει και τους «αδελφούς Κυπρίους».
Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ