Η εξαιρετική συμβολή στην προβληματική για τα ζητήματα της (αναγκαίας) μεταρρύθμισης στη χώρα των διακεκριμένων ακαδημαϊκών Αντώνη Λιάκου («Τι μεταρρυθμίσεις χρειαζόμαστε;» στο «Βήμα» τής 28.2.2015) και Γιάννη Τούντα («Τι μεταρρυθμίσεις ΔΕΝ χρειαζόμαστε;» στο «Βήμα» τής 2.3.2015) εγείρει σημαντικά προβλήματα μεθοδολογικού χαρακτήρα και παρακινεί σε συζήτηση αντιλογίας πολιτικής και κοινωνικής φύσης.
Ο Α.Λ. θέτει κυρίως το πρόβλημα της κρίσης του κυρίαρχου ιστορικού και πολιτικού «παραδείγματος» (κατά την έννοια η οποία προσδίδεται από τον Thomas Kuhn) και, κατά συνέπεια, της ανάγκης υπέρβασής του με ένα νέο αναδυόμενο «παράδειγμα». Παραλλήλως ο Γ.Τ. πρωτίστως προσέρχεται στη συζήτηση με κύρια στόχευση την υπεράσπιση της ιστορικής (και εγχώριας) σοσιαλδημοκρατικής προσέγγισης στη διπολική αντιπαράθεση «νεοφιλελευθερισμός versus σοσιαλδημοκρατία» ως κατάλληλης απάντησης. Εν άλλοις λόγοις, ο Γ.Τ. αρνείται την ύπαρξη της κρίσης του υφιστάμενου «παραδείγματος» και της αναγκαίας προβολής μιας τρίτης (προφανώς εναλλακτικής) αφήγησης στο πλαίσιο ενός νέου «παραδείγματος». Ταυτοχρόνως αναδεικνύεται, εμμέσως πλην σαφώς, από μέρους του Γ.Τ. το ζήτημα της δυσχερούς και «ανάρμοστης» σχέσης μεταξύ της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς στη χώρα μας σε συνθήκες κρίσης.
Σε μια απόπειρα «τύπου» χεγκελιανής σύνθεσης ο Α.Λ. αναδεικνύει την ανάγκη ενός νέου «παραδείγματος» και, χωρίς να προτείνει ρητώς και εμφανώς ένα νέο «new deal», κατατείνει στην υιοθέτηση ενός μείγματος ορθοδοξίας και ριζοσπαστισμού διά του μεταρρυθμιστικού πλαισίου του «μέσου πεδίου». Προφανώς το εγχείρημα έχει αξιοσημείωτο μεθοδολογικό ενδιαφέρον και ενδεχομένως εμπεριέχει στοιχεία πραγματολογικού πολιτικού ρεαλισμού. Αντιθέτως αλλά και συμπληρωματικώς, ο Γ.Τ., ενώ υποστηρίζει την αναγκαιότητα των προτεινόμενων από τον Α.Λ. μεταρρυθμίσεων, υπερασπίζεται συγχρόνως το υφιστάμενο «παράδειγμα» (με εμφανή προτίμηση στην εκσυγχρονιστική εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας) και αμφισβητεί την αναγκαιότητα ενός νέου ιστορικού και πολιτικού σχεδίου ως προϊόντος εναλλακτικού ιστορικού «παραδείγματος».
Η ανάλυση του Γ.Τ. εστιάζει στην άρση των –καθολικώς αναγνωρίσιμων –στρεβλώσεων οι οποίες μπορούν κατά την κρίση του να αντιμετωπισθούν από τη σοσιαλδημοκρατική προσέγγιση, αλλά δεν αμφισβητεί το υφιστάμενο «παράδειγμα» και συνεπώς δεν αποδέχεται την κρίση αυτού. Δηλαδή, υπό εντελώς διαφορετική πολιτική οπτική δεν αποδέχεται τον διαρθρωτικό χαρακτήρα της κρίσης και κατά συνέπεια την αναγκαιότητα μετάβασης σε ένα νέο «παράδειγμα». Αυτό όμως παραπέμπει στην ανοχή ενός πολιτικού «κομφορμισμού» ο οποίος εμπεριέχεται (στο υφιστάμενο «παράδειγμα» στην ύστερη φάση του) και οδηγεί τον Γ.Τ. στην πρόταξη μιας γραμμικής εξέλιξης των μεταρρυθμίσεων, η οποία εξάλλου χαρακτηρίζει τη σοσιαλδημοκρατική παράδοση.
Υπό το πρίσμα αυτό η προσέγγιση αυτή δεν αναγνωρίζει τον σύμπλοκο χαρακτήρα των στρεβλώσεων στη χώρα και δεν αναγιγνώσκει την πολυπαραγοντική φύση των αιτίων ώστε να μην υπάρχει πεδίο ανάπτυξης πολιτικών και ιδεολογικών μηχανισμών τύπου victim blaming («μαζί τα φάγαμε»). Επιπροσθέτως, η γραμμική και ορθόδοξη αναφορά στο πολιτικό πλαίσιο της κρίσης δεν ερμηνεύει την ασάφεια των ορίων μεταξύ σοσιαλδημοκρατίας και νεοφιλελευθερισμού (πολλαπλώς από μακρού αλλά και προσφάτως εκδηλουμένης, με αιχμές σε διεθνή κλίμακα τις πολιτικές Tόνι Μπλερ και Μπιλ Κλίντον). Εξάλλου, η έννοια της μεταρρύθμισης ως συνόλου μετασχηματισμών για την επίτευξη προσαρμογής και λύσης προβλημάτων υπονοεί μεταβολή επί τα βελτίω, πράγμα το οποίο επίσης δεν επιβεβαιώνεται από τα επιτεύγματα της σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης στην περίοδο της κρίσης.
Οι παρεμβάσεις όμως του προγράμματος της διεθνούς εποπτείας δεικνύουν εκ του αποτελέσματος τα αντίθετα. Πρόκειται για μια πολιτική η οποία συνιστά contradictio in adjecto. Κορυφαίο παράδειγμα, η αντιμεταρρύθμιση στην Υγεία, η οποία υπό το πρόσχημα της καθολικής και ισότιμης ασφαλιστικής κάλυψης (ΕΟΠΥΥ) και της ευχερούς πρόσβασης στην πρωτοβάθμια φροντίδα (ΠΕΔΥ) προτείνει μια «στρατοπεδική» αντίληψη του συστήματος Υγείας η οποία κληροδοτεί (αμέσως, εμμέσως ή διά παραλείψεως και έλλειψης καταλληλότητας) αποτελέσματα (πρωτοφανώς αρνητικά για την ευρωπαϊκή ιστορία) όπως πληθυσμό πλέον του 25% χωρίς ασφαλιστική κάλυψη, μείωση 35% της δημόσιας δαπάνης για την Υγεία, συρρίκνωση της χρήσης πρωτοβάθμιας περίθαλψης πλέον του 50% και μια σειρά άλλων δραματικών φαινομένων τα οποία απασχολούν την επιστημονική κοινότητα διεθνώς και στη χώρα μας.
Προσθέτως είναι αναγκαίο να καταλογισθεί στην κρατούσα κατάσταση ότι η διαχείριση της κρίσης και ευρύτερα της οικονομίας τις τελευταίες δεκαετίες αποτελεί ένα πρόσχημα για ιδιοποίηση και ανακατανομή του κοινωνικού πλεονάσματος και του πλούτου, όπως απέδειξε η σπουδαία πρόσφατη ανάλυση του Thomas Piketty. Εξάλλου, εκ του αποτελέσματος και από τη δοκιμασία της δυνητικής διάψευσης (κατά τη μεταφορά και εκδοχή του Karl Popper) κρίνονται οι πολιτικές πρακτικές διά των οποίων επικυρώνονται ή όχι οι ιδεολογικές και πολιτικές θεωρήσεις. Εν κατακλείδι, στην εξαιρετική αυτή συζήτηση αναδεικνύονται διά της αντιλογίας η συμπληρωματικότητα και η αντίθεση του πολιτικού διαλόγου και ούτως της δημοκρατικής ανοχής, καθώς και η αναγκαιότητα εμπλουτισμού της συζήτησης μεταξύ Αριστεράς και σοσιαλδημοκρατίας, της οποίας η δυσχερής θέση σε περιόδους κρίσης μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα για τον ιδεολογικό και πολιτικό επαναπροσδιορισμό της.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στη συγκυρία αυτή, ενώ η σοσιαλδημοκρατία δοκιμάζεται (εντόνως), η Αριστερά επιχειρεί τη διατύπωση (δυσχερώς) ενός εναλλακτικού «παραδείγματος» για την πολιτική, την κοινωνία και την οικονομία (και βεβαίως για τη μη επιστροφή στην παλαιά τάξη πραγμάτων).
Ο κ. Γιάννης Κυριόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής Οικονομικών της Υγείας στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ