ΤΟ ΒΗΜΑ – The New York Times

Οι εθνικές εκλογές γίνονται μέσα σε μια συγκεκριμένη παγκόσμια συγκυρία. Στη δεκαετία του 1990, είχαμε την εντύπωση ότι ζούσαμε σε μια εποχή ταχείας προόδου. Η δημοκρατία εξαπλωνόταν. Η τυραννία υποχωρούσε. Η Ασία αναπτυσσόταν. Η Ευρωπαϊκή Ενωση προχωρούσε. Οι συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή μειώνονταν. Ο κόσμος κατευθυνόταν σωρευτικά προς μεγαλύτερο πλουραλισμό, ατομικισμό, ευημερία και ελευθερία.

Σήμερα είναι δύσκολο να έχουμε πίστη στην ταχεία πρόοδο. Η δημοκρατία υποχωρεί. Αυταρχικοί ηγέτες, όπως ο Βλαντίμιρ Πούτιν της Ρωσίας προελαύνουν. Το ευρωπαϊκό σχέδιο βρίσκεται σε παρακμή. Οι οικονομίες πασχίζουν. Οι αντιδραστικές δυνάμεις, όπως το Ισλαμικό Κράτος και το Ιράν κερδίζουν. Η κατάσταση στη Μέση Ανατολή επιδεινώνεται. Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο τόνος και η εστίαση της πολιτικής αλλάζουν.

Η πολιτική γίνεται λιγότερο μια κατάσταση διπλής νίκης (win-win) και περισσότερο μια στιγμή μηδενικού αθροίσματος (zero sum), ένας σκληρός αγώνας για την εξουσία, όπου ό,τι κερδίζει ο ένας το χάνει ο άλλος. Ποιος θα ελέγχει το έδαφος σε μέρη όπως η Ουκρανία και η Συρία; Θα φτιάξει την βόμβα το Ιράν; Ποιός θα κάνει κουμάντο για τις διεθνείς συμφωνίες και την μεταναστευτική πολιτική, ο Λευκός Οίκος ή το Κογκρέσο;

Σε αυτές τις στιγμές, οι σκληροί τα πηγαίνουν καλά. Οι συνεργατικές δεξιότητες εκτιμώνται λιγότερο, ενώ οι συγκρουσιακές έχουν μεγαλύτερη αξία. Ο Βενιαμίν Νετανιάχου κερδίζει την επανεκλογή του στο Ισραήλ. Ο εριστικός Νικολά Σαρκοζί διοργανώνει την επιστροφή του στη γαλλική πολιτική. Ο Πούτιν βρίσκεται στο στοιχείο του. Ο Μπαράκ Ομπάμα ξεκίνησε ως ιδεαλιστής της ελπίδας και της αλλαγής, αλλά χρειάστηκε να σκληρύνει για να ανταποκριθεί στους καιρούς. Η Ανγκελα Μέρκελ είναι η παραδειγματική ηγέτις της εποχής: έξυπνη, απαθής, μη ιδεαλίστρια, αυστηρή και ενδιαφερόμενη για την εξουσία.

Σε αυτές τις στιγμές, τα δεξιά κόμματα έχουν την τάση να τα πηγαίνουν καλύτερα. Εχουν ένα ισχυρότερο αφήγημα για την εθνική ασφάλεια. Μιλάνε τη γλώσσα του εθνικισμού και της πολιτισμικής συνοχής. Οι άνθρωποι που είναι οικονομικά ανασφαλείς (και πιο πιθανό να κλίνουν προς τα αριστερά) εγκαταλείπουν την πολιτική διαδικασία.

Και τα δύο μέρη, όμως, αλλάζουν σχήμα για να χωρέσουν στο περίγραμμα της στιγμής του μηδενικού αθροίσματος. Οι προοδευτικοί τονίζουν λιγότερο την συμπόνια και περισσότερο την αναδιανομή. Οι συντηρητικοί τονίζουν λιγότερο τον δυναμισμό των επιχειρήσεων και περισσότερο την απειλή της κυβερνητικής ελίτ. Τα εκλογικά σώματα γίνονται λίγο πιο άσχημα όταν μειώνεται η πίστη στην πρόοδο. Οι ψηφοφόροι σε όλο το πολιτικό φάσμα γίνονται πιο κυνικοί και δύσπιστοι. Αντιλαμβάνονται πιο γρήγορα την απειλή από τον Αλλον.

Είναι σπάνιο να δεις σημαντικές ανακατατάξεις σε μια στιγμή όπως αυτή. Ολοι αποστρέφονται τον κίνδυνο. Οι ψηφοφόροι σε αυτό το πλαίσιο είναι πρόθυμοι να εκλέξουν γνωστά πρόσωπα (καλύτερα ο διάβολος που ξέρουμε). Οι Ισραηλινοί, οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι ψηφοφόροι έχουν παραμείνει αξιοσημείωτα σταθεροί κατά την τελευταία δεκαετία.

Παρά ταύτα, βλέπεις και κάποιες αλλαγές. Τα ακραία κόμματα αυξάνονται, ειδικά αυτά που απωθούν τους υποτιθέμενους παρείσακτους και αντιτάσσονται στα έργα της παγκόσμιας ελίτ. Το βλέπουμε αυτό σε ολόκληρο τον κόσμο με το Κόμμα του Τσαγιού στις ΗΠΑ, το UKIP στη Βρετανία, το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία και τον αριστερό ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα.

Οι όροι του μηδενικού αθροίσματος θα επηρεάσουν πολύ και τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές το 2016. Και μάλλον θα ενισχύσουν την Χίλαρι Κλίντον. Είναι σκληρή όπως η Μέρκελ και μπορεί πραγματικά να επωφεληθεί από το φαινόμενο του οικείου προσώπου. Σε γενικές γραμμές, η δύναμη της πολιτιστικής στιγμής διαμορφώνει τους υποψηφίους. Αλλά μερικές φορές υπάρχει ένας ηγέτης που μπορεί να μετατρέψει μια αρνητική λαϊκή διάθεση σε θετική. Ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ και ο Ρέϊγκαν το έκαναν αυτό. Αλλά θα πρέπει να είναι πολύ, πολύ καλός.