Συνήθως, όλα ξεκινούσαν από μια φήμη. Δεν ήταν απαραίτητο να επιβεβαιωθεί, αρκούσε να ειπωθεί: «Θα έρθει ο υπουργός/ταξίαρχος, θα ακολουθήσουν εργασίες καλλωπισμού». Και συνέβαινε. Τα μανίκια σηκώνονταν, οι εργασίες ξεκινούσαν, η ματαιότητα ξεχείλιζε.
Οποιος έχει βρεθεί σε ακριτικό ελληνικό στρατόπεδο, ακόμη και πριν από την πληθωρική παρουσία του Πάνου Καμμένου στη θέση του οξύθυμου γενικού δερβέναγα, ξέρει καλά τι σημαίνει επιθεώρηση: δεκάδες ιδρωμένες εργατοώρες, σοβάντισμα κάθε πιθανής επιφάνειας, ανελέητο κυνήγι αποτσίγαρων, υποχόνδριο ξεχορτάριασμα και μια σπουδή στην πλήρη ματαιότητα σαν μια μεγάλη, άβολη στρώση μέικ απ πάνω σε ένα σκαμμένο από τον χρόνο πρόσωπο.
Θα μπορούσε κανείς να πει πως το σοβάντισμα είναι το γκραφίτι των στρατοπέδων. Μια εικαστική παρέμβαση, ταιριαστή με το πνεύμα του χώρου: ομοιόμορφο, πειθαρχημένο, υποκριτικό, ουδέτερο, άσχημο.
Με αυτή τη λογική, το πιο τίμιο, το πιο αντιπροσωπευτικό πράγμα που έχει συμβεί στην Αθήνα τον τελευταίο καιρό είναι το γκραφίτι στο κτίριο του Πολυτεχνείου. Αυτό το πληθωρικό, ακαλαίσθητο, επιθετικό δημιούργημα βέβηλης μεγαλομανίας.

Είναι μια σκοτεινή, ερεβώδης ζωγραφιά, που προκαλεί άβολα συναισθήματα. Οπως είπε καλύτερα ο μετρ της αστικής σημειολογίας, αναπληρωτής υπουργός Πολιτισμού Νίκος Ξυδάκης, «η σκοτεινιά του αναδύεται από το ζοφερό μικροκλίμα της περιοχής».
Τον Νοέμβριο του 2013 η συζήτηση ήταν παρόμοια, η εκκίνησή της διαφορετική. Ηταν η εποχή που οι atenistas (αλήθεια, πού έχουν χαθεί;) είχαν επέμβει με έναν παρόμοια επιθετικό τρόπο στα σκαλιά της οδού Μαρασλή στο Κολωνάκι. Με μπογιές επάνω στο τσιμέντο είχαν επιχειρήσει να δώσουν μια πολύχρωμη νότα. Συνάντησαν αντιδράσεις και για την παράνομη επέμβασή τους στον δημόσιο χώρο και για την αμφιλεγόμενη αισθητική. Το κυριότερο όμως δεν ήταν η αισθητική· ήταν η πολιτική. Ηταν η άποψή τους πως μπορούν με αυτόν τον φλου αυτισμό να επιβάλουν μια πολιτική άποψη.
Ακριβώς το ίδιο –μόνο με λιγότερα χρώματα –συνέβη και με τους δημιουργούς του γκραφίτι, τους atenistas των Εξαρχείων. Σαν ένας άνθρωπος που φωνάζει περισσότερο από τους άλλους (πόσο ταιριαστό με την εποχή), εκμεταλλεύτηκαν και αυτοί τη μόνιμη απουσία του Δήμου Αθηναίων και επέλεξαν ένα κτίριο γεμάτο συμβολισμούς ανυπακοής, για να περάσουν το μήνυμα της δυστοπίας που ζουν. Ή που νομίζουν ότι ζουν. Ή που νιώθουν βολικά να ζουν.
Από αυτή την άποψη, τα κατάφεραν: Οποιος προσβλήθηκε μόνο από την επιθετική εικόνα, είναι υποκριτής. Δεν γίνεται να μη σε ενοχλεί το ασυνάρτητο αστικό τοπίο και να στέκεσαι μόνο σε μια σκοτεινή μπογιά που καταπίνει ένα όμορφο κτίριο.
Αυτή είναι η ουσία της street art, η παρέμβαση σε ένα ήδη κατεστραμμένο τοπίο. Ετσι ξεκίνησε στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’70, στη Νέα Υόρκη. Ηταν ο συμβολισμός της αμφισβήτησης, η εικονοποίηση ενός σπασμένου συστήματος. Ηταν η αφορμή για τη δημιουργία της θεωρίας «του σπασμένου παραθύρου», της έννοιας διοίκησης της πόλης που πρεσβεύει πως ακόμη και η ελάχιστη εικόνα βεβήλωσης του αστικού τοπίου μπορεί να συντείνει στην έξαρση της εγκληματικότητας. Στην ωραιοπαθή, εμμονική με την τελειότητα και μεταλλαγμένη σε μια ακριβή μπουτίκ του gentrification Νέα Υόρκη, πλέον υπάρχει ειδική υπηρεσία της αστυνομίας (η VandalSquad) που συλλαμβάνει τους graffiti artists ως βανδάλους.
Το γκραφίτι της οδού Στουρνάρη απέκτησε τόση δημοσιότητα που θα σβηστεί σύντομα. Η πόλη όμως δεν θα σωθεί με λίγη μπογιά. Καλό θα είναι όσοι επαναστάτησαν για αυτή την εικόνα, όσοι προσβλήθηκαν από τους atenistas, γενικά όσοι ουρλιάζουν με τις α λα καρτ απόψεις τους ανάλογα με το ιδεολόγημα που τους κάνει να κοιμούνται πιο ήρεμοι, να ενώσουν την αγανάκτησή τους για πιο πρακτικά θέματα αστικής απόγνωσης.
Οπως για τις σύγχρονες ηρωίδες των πόλεών μας, τις μητέρες με τα καροτσάκια. Αυτές που κυκλοφορούν στους δρόμους κάνοντας ακροβατικά, αυτές που χώνονται ανάμεσα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, όλες όσες προσπαθούν να ζήσουν σε μια πόλη χωρίς πεζοδρόμιο, σε μια πόλη που έχει φτιαχτεί για τον πιο ισχυρό. Αυτές και όσους έχουν κινητικά προβλήματα ασφαλώς –αλλά αυτούς έχουμε επιλέξει να μην τους βλέπουμε καν.
Και όπως απέδειξε το γκραφίτι, σε αυτή την πόλη όσο πιο πολύ φαίνεσαι, τόσο πιο πολύ αξίζεις.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 15 Μαρτίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ