Η παρατεταμένη προσπάθεια αντιμεταρρύθμισης στον υγειονομικό τομέα (διά της μνημονιακής πολιτικής «μεταρρυθμίσεων») κληροδότησε μια κατάσταση στην οποία κυριαρχούν η δυσκολία (ή/και αδυναμία) πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας από τους χρήστες και η απογοήτευση και η παραίτηση από τους γιατρούς και τους άλλους επαγγελματίες υγείας.
Η εξέλιξη αυτή επιβαρύνεται σφόδρα από την οικονομική αποσταθεροποίηση και την κατάρρευση των χρηματοδοτικών μηχανισμών στην ασφάλιση Υγείας, οι οποίες οδηγούν σε ποσοτική ανεπάρκεια στην παραγωγή υγειονομικής φροντίδας και κατά συνέπεια σε στασιμότητα ή/και επιβράδυνση των δεικτών του επιπέδου Υγείας και όξυνση των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων οι οποίες συνδέονται με την Υγεία και την ιατρική περίθαλψη.
Στο επίκεντρο της απορρύθμισης η οποία επέφερε πρωτοφανή αποδιάρθρωση (ως «κομμάτια και θρύψαλα») του συστήματος Υγείας της χώρας ανευρίσκεται η (ψευδο)μεταρρύθμιση για τη συγκρότηση ενός «μονοψωνίου» (αρχικώς «διμερούς μονοπωλίου») στη φροντίδα Υγείας (του ΕΟΠΥΥ) υπό τη μορφή του μοναδικού «ασφαλιστή» και αγοραστή (παρά το γεγονός ότι καλείται «οργανισμός παροχών») με σκοπό την καθολική και ισότιμη κάλυψη του πληθυσμού και τη διασφάλιση της αναγκαίας και επαρκούς χρηματοδότησης.
Επειδή εκ του αποτελέσματος κρίνονται τα πολιτικώς γενόμενα, η «επίδοση» του εγχειρήματος (αμέσως, εμμέσως ή διά παραλείψεως) απεικονίζεται με την (αρνητική και ιστορικώς πρωτοφανή) ύπαρξη μεγάλου τμήματος ανασφάλιστου πληθυσμού (πλέον του 25%) και την αποδόμηση και συρρίκνωση των μηχανισμών χρηματοδότησης, πράγμα το οποίο μεταφέρει και ανακυκλώνει τα ελλείμματα στην πλευρά της προσφοράς του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα Υγείας και εν τέλει στον κρατικό προϋπολογισμό και κυρίως στα νοικοκυριά.
Στην ίδια κατεύθυνση το έτερο εγχείρημα της μνημονιακής αντιμεταρρύθμισης διά της δημιουργίας «δημόσιου μονοπωλίου» στην πρωτοβάθμια περίθαλψη (του ΠΕΔΥ) έχει οδηγήσει στην ανάδυση ανυπέρβλητων εμποδίων στη χρήση (μείωση πλέον του 50%) και «αντίστροφη υποκατάσταση» με αύξηση της ζήτησης σε δαπανηρές και μη κατάλληλες για την περίπτωση υπηρεσίες νοσοκομειακής περίθαλψης.
Είναι προφανές (και όπως τεκμαίρεται εκ των αποτελεσμάτων) ότι η ρητορική «μεταρρύθμισης» υποκρύπτει πολιτικές δραματικής μείωσης της κοινωνικής δαπάνης για την Υγεία και ταυτοχρόνως μεταφοράς του χρηματοδοτικού βάρους στα νοικοκυριά. Είναι επίσης σημαντικό να σημειωθεί η προσπάθεια ενίσχυσης των διαδικασιών συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου σε ορισμένα τμήματα του ιδιωτικού τομέα Υγείας, η οποία όμως δεν έχει επιφέρει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα εξαιτίας της ελλιπούς δημόσιας χρηματοδότησης και της μείωσης της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών.
Η εγκυρότητα ή μη (και η επαλήθευση ή μη) της προηγούμενης ανάγνωσης της υγειονομικής «μεταρρύθμισης» προσανατολίζει είτε στη γραμμική συνέχισή της είτε στην εναλλακτική άρθρωση μιας ριζοσπαστικής αφήγησης για την επαναδιατύπωση της εθνικής πολιτικής Υγείας, η οποία βασίζεται στη διασφάλιση ευχερούς πρόσβασης στην κατάλληλη φροντίδα υγείας με κοινωνικώς αποδεκτά εμπόδια κόστους χρόνου, χρήματος και αξιοπρέπειας αναλόγως του εισοδήματος και αντιστρόφως αναλόγως της ανάγκης.
Η διαδικασία επανασυναρμολόγησης από τα «κομμάτια και θρύψαλα» σε ένα λιτό, προσιτό και σύγχρονο σύστημα Υγείας είναι δυσχερής και πολύπλοκη αλλά άκρως ενδιαφέρουσα και συναρπαστική.
Ο κ. Γιάννης Κυριόπουλος είναι καθηγητής Οικονομικών της Υγείας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ