Καθώς η αχλή διαλύεται πάνω από το μετεκλογικό τοπίο και όλοι συνειδητοποιούμε τη νέα πορεία στην οποία έχει δρομολογηθεί η χώρα, μια απωθημένη πολιτική εκκρεμότητα επανέρχεται εκδικητικά.

Η Ιστορία στη χώρα πάτησε γκάζι μετά τις εκλογές και οι πολιτικοί μας, παρασυρμένοι από το ρυθμό της, συνεχίζουν διαπληκτιζόμενοι για όλα τα άλλα θέματα της δημόσιας σφαίρας, χωρίς ποτέ να αναφερθούν σε αυτή την εκκρεμότητα : ποια είναι η θέση τους, ως υπεύθυνων εκφραστών της λαϊκής κυριαρχίας, σχετικά με τη στρατηγική για τη διαχείριση της Ακίνητης Περιουσίας του Δημοσίου (Α.ΠΕ.Δ.), ιδιωτικής -δηλ. εκείνης που έχει περιέλθει στην ιδιοκτησία του μέσα από ενοχικής φύσης δικαιώματα- και Δημόσιας, την οποία κατέχει θεσμικά.
Αν το καλοσκεφτούμε δεν είναι καθόλου περίεργο.
Στη χώρα έχει από χρόνια επικρατήσει η σοβιετικού χαρακτήρα άποψη πως ο κεντρικός πυρήνας του κράτους (με ό,τι σημαίνει στη σημερινή Ελλάδα ο όρος) ακόμη και αν δεν είναι ο αποτελεσματικότερος διαχειριστής της Ακίνητης Περιουσίας του, είναι, εντούτοις, ο καλύτερος θεματοφύλακας της. Οποιαδήποτε διαχειριστική δράση που μειώνει τον απόλυτο έλεγχό του πάνω της χαρακτηρίζεται εύκολα από τα άκρα του πολιτικού φάσματος ως «ξεπούλημα».
Είναι μια λέξη που λάνσαραν και καθιέρωσαν, με δεκαετίες αλόγιστης χρήσης εναντίον αλλήλων, οι παλαιάς κοπής πολιτικοί. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκαν άλλες λέξεις-αφορισμοί, που με το φαντασιακό δυναμικό τους επιτρέπουν την παρασιώπηση του ακριβούς περιεχομένου τους : «Αξιοποίηση» εναντίον «Εκποίησης», «Κοινωνικοποίηση» αντί «Ιδιωτικοποίησης», «Συμμετοχική Διαχείριση» στη θέση της «Εκμετάλλευσης».
Αλλά και ο ίδιος ο όρος , κινδυνεύει να πέσει θύμα μιας διπλής σχηματοποίησης, ανάλογα με το εάν η έμφαση δίνεται στη δυνατότητα διαχείρισης με ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια ή στους προσήκοντες ρόλους που το Δημόσιο θα πρέπει να ασκήσει με σκοπό να υπηρετήσει το γενικό συμφέρον. Έτσι είμαστε όλοι μας αιχμάλωτοι ενός γλωσσικού και εννοιολογικού κυκεώνα που μας επιτρέπει να αγνοούμε, για μια ακόμη φορά, τις ενοχλητικές αλήθειες γύρω από τη ανάγκη για τη διαμόρφωση μιας συνολικής πολιτικής για την Α.ΠΕ.Δ..
Ο τρόπος, εξάλλου, με τον οποίο διεξάγεται η σχετική πολιτική συζήτηση, χαρακτηριστικός της χαμηλής ποιότητας του συνολικού πολιτικού διαλόγου στη χώρα, δεν βοηθάει την κοινωνία να σχηματίσει μια εικόνα της πραγματικότητας. Ο κάθε φορέας θεωρεί πως μπορεί να καταθέτει άποψη περί της αξίας του προς αξιοποίηση δημόσιου αγαθού, εμπεδώνοντας την καχυποψία και βοηθώντας στη υιοθέτηση κραυγών αντί επιχειρημάτων. Ενώ τα κόμματα, με αφετηρία την ιδεοληψία που το κάθε ένα έχει υιοθετήσει, ανταγωνίζονται στην αλίευση ψήφων στα θολά νερά. Κανείς, όμως, δε μιλάει καθαρά για την ταμπακιέρα, δηλ.: ποιες είναι οι εναλλακτικές επιλογές για την πολιτική διαχείρισης της Ακίνητης Περιουσίας του Δημοσίου, ποια από αυτές υπηρετεί, σε κάθε περίπτωση, καλύτερα το δημόσιο συμφέρον, σε ποιόν χρονικό ορίζοντα και για ποιους λόγους.
Η ειλικρίνεια επιτάσσει να εκκινήσουμε με την αποδοχή του προφανούς: αν δεν υπήρχε η κρίση δεν θα ξυπνούσαμε από το λήθαργό σε σχέση με την ανάγκη σχεδιασμού μιας συνολικής πολιτικής για την αξιοποίηση της . Μα γιατί, θα αντιτείνει κάποιος καλόπιστος, μήπως δεν υπήρχε και πριν π.χ. η Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου και δεν υπήρχαν στο Δημόσιο δομές, όπως π.χ. ο ΕΟΤ, με συγκεκριμένες αρμοδιότητες για τη διαχείριση των ακινήτων που κατείχε ή/και ήλεγχε; Βεβαίως υπήρχαν – και όλοι γνωρίζουμε τα αποτελέσματα. Όμως πολιτική διαχείρισης δεν υπήρχε.
Κάποια πρώτα, ανεπαρκή αλλά σημαντικά, νομοθετικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια. Είναι θλιβερό το ότι ήσαν «οι ξένοι» τοποτηρητές του Μνημονίου εκείνοι που συνέτειναν ώστε να προωθηθούν σημαντικά θεσμικά εργαλεία (ΕΣΧΑΔΑ, ΑΕΑΑΠ, Θεσμός της επιφάνειας κ.ά.) για να μπορεί στοιχειωδώς να ασκηθεί μια πολιτική διαχείρισης της Δημόσιας Ακίνητης Περιουσίας. Είναι όμως αληθές, όσο και αν αυτό καταγράφεται σε βάρος της πολιτικής ελίτ που κυβέρνησε τη χώρα.
Βέβαια, θα πει κάποιος, οι δανειστές το έκαναν γιατί αυτό εξυπηρετεί το συμφέρον τους. Σωστά, και αυτός ακριβώς είναι ένας ακόμη λόγος για να έχει και η ελληνική Διοίκηση τη δική της πολιτική, που θα υποστηρίζει το συμφέρον του ελληνικού Δημοσίου, όπως η ίδια η κυβέρνηση το αντιλαμβάνεται. Ο βασικός, όμως, λόγος είναι η πρωτογενής ανάγκη για την ύπαρξη μιας εθνικής πολιτικής που θα αντιστοιχεί στη διαχρονική ευθύνη της ελληνικής Πολιτείας να διαχειριστεί την Ακίνητη Περιουσία του Δημοσίου, μεγιστοποιώντας το εξ αυτής όφελος της κοινωνίας σε ποικίλου βάθους χρονικό ορίζοντα.
Όλα τα παραπάνω προσδιορίζουν την ανάγκη να ξεκινήσει επιτέλους η δημόσια συζήτηση για τη διαμόρφωση μιας εθνικής ( δηλ. συνολικής, σύγχρονης και κυρίως σταθερής στις όποιες κυβερνητικές αλλαγές, άρα κοινής αποδοχής) πολιτικής για την αξιοποίηση της Δημόσιας Ακίνητης Περιουσίας . Σύγχρονης, με την έννοια της υιοθέτησης των σύγχρονων αντιλήψεων για το real estate αλλά και των διαθέσιμων σήμερα στη διεθνή αγορά ευέλικτων εργαλείων διαχείρισης. Και συνολικής με την έννοια ότι οι επί μέρους πτυχές αυτής της πολιτικής υπακούουν και εγγράφονται σε μια ενιαία στρατηγική αντίληψη του δημοσίου συμφέροντος σε σχέση με την Α.ΠΕ.Δ. . Αυτό θα σήμαινε πως θα μπορούσαν, μέσα από ένα νηφάλιο πολιτικό διάλογο, να δοθούν απαντήσεις σε ερωτήματα που θα διαμόρφωναν ένα ευρείας αποδοχής πλαίσιο στρατηγικής, όπως:
* Ποια κομμάτια της δημόσιας περιουσίας πρέπει να θεωρούνται αναπαλλοτρίωτος εθνικός πλούτος και τι είδους διαχείριση επιτρέπεται σε αυτά ώστε να αποδώσουν το μέγιστο στην κοινωνία; Π.χ. ως ποιο σημείο η προστασία του Εθνικού Δρυμού στον Παρνασσό μπορεί να εμποδίζει την ανέγερση ξενοδοχείων, φιλικής προς το περιβάλλον αρχιτεκτονικής, ώστε να πάψει το εκεί χιονοδρομικό κέντρο να είναι ζημιογόνο και να επιδοτείται, κατ’ ουσίαν από τους μη χιονοδρόμους φορολογούμενους;
* Στον αντίποδα, ποιες κατηγορίες από τα δεκάδες χιλιάδες ακίνητα ιδιοκτησίας του Δημοσίου που δεν έχουν διατηρητέα χαρακτηριστικά, πρέπει να διατεθούν στην αγορά για να αποφέρουν άμεσα και έμμεσα έσοδα, δεδομένου ότι, παραμένοντας αναξιοποίητα και αδρανή, η διαφύλαξή τους από καταπάτηση και φθορά, παρά το κόστος της, είναι πρακτικά αδύνατη;
* Συναφώς, ποιος είναι ο θεμιτός τρόπος για να ανακτήσει το Δημόσιο μέρος της αξίας των καταπατημένων ακινήτων του και ποια πρέπει να είναι η σχετική πολιτική ώστε να αποτραπούν καταπατήσεις στο μέλλον;
* Ποιος είναι, σε κάθε περίπτωση, ο βέλτιστος χρονικός ορίζοντας για την παραχώρηση σε ιδιώτες ενός τουριστικού ή ενός ενεργειακής χρήσης ακινήτου;
Σε ποιο βαθμό και με τι τρόπους μπορεί και πρέπει να προστατευτεί το δικαίωμα της κοινωνίας και των μελλοντικών γενεών να απολαμβάνουν κοινωνικού χαρακτήρα αγαθά, όπως π.χ. οι παραλίες, που όμως απαιτούν επιμελή διαχείριση η οποία συνεπάγεται σημαντικό κόστος, προκειμένου να διατηρηθούν αναλλοίωτες , καθαρές και ευπρεπείς;
* Ποια ακίνητα πρέπει να θεωρούνται τοπικής, περιφερειακής ή εθνικής σημασίας και με ποια κριτήρια μπορεί να γίνει η σχετική κατάταξη; Πως και σε ποιο βαθμό εμπλέκονται οι αντίστοιχες κοινωνίες και θεσμοί, σε τοπικό, περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο στη συζήτηση που αφορά τον τρόπο διαχείρισης αυτών των αγαθών;
* Ποια είναι τα πολιτικώς θεμιτά μέσα για πλήρη ιδιωτικοποίηση ακινήτων που θα κριθεί ότι μπορούν να εκποιηθούν στην αγορά; Και, αντίστροφα, σε ποιες περιπτώσεις, με ποιους όρους και με ποιο χρονικό ορίζοντα, μπορεί να γίνει αποδεκτή η διαχείριση ενός δημόσιου ακινήτου από δημόσιο φορέα, όπως π.χ. η Εταιρεία Ακινήτων του Δημοσίου (ΕΤ.Α.Δ);
* Υπάρχει ανάγκη για περισσότερους από έναν φορείς διαχείρισης και τι είδους πολιτική εποπτεία θα πρέπει να ασκείται ώστε να διαφυλάσσονται η διαφάνεια και η λογοδοσία;
Θα μπορούσε κανείς να προσθέσει και άλλα τέτοια ερωτήματα στη λίστα, αλλά στη σημερινή πολιτική συγκυρία η διεύρυνση του πεδίου θα απέβαινε σε βάρος της παραγωγικής συζήτησης του θέματος. Όμως αυτό δε σημαίνει πως δεν υπάρχει η υποχρέωση στους κορυφαίους πολιτικούς θεσμούς, όπως είναι τα κόμματα, να αντιμετωπίσουν το ζήτημα στις βασικές έστω συνιστώσες του και να εισφέρουν στο δημόσιο διάλογο επεξεργασμένες και ρεαλιστικές θέσεις. Πέρα από κραυγές και στείρες ιδεοληψίες, αλλά με γνώμονα τη νηφάλια εκτίμηση του εθνικού και δημόσιου συμφέροντος, όπως έχουν την υποχρέωση να το εξειδικεύουν σε κάθε σοβαρό ζήτημα, με βάση τις πολιτικές αρχές τους.
Αν δεν το κάνουν, θα συνεχίσουν να αφήνουν ένα ακόμη πεδίο ελεύθερο στη δημαγωγική ποδηγέτηση της ελληνικής κοινωνίας, που μας έχει φέρει στο σημερινό αδιέξοδο.