Το αποτέλεσμα των πρόσφατων εθνικών εκλογών σήμανε, χωρίς αμφιβολία, αλλαγή σελίδας στην πολιτική ιστορία του τόπου μας. Ασφαλώς, η νέα σελίδα είναι ακόμη άγραφη, λευκή, αφού μόλις εδώ και μια εβδομάδα η νέα κυβέρνηση άρχισε να παράγει έργο.
Η πρώτη χειροπιαστή αλλαγή είναι η ηλικιακή. Η ανάδειξη στο πρωθυπουργικό αξίωμα ενός νέου στην ηλικία πολιτικού πρέπει να χαιρετισθεί, είναι δε βέβαιο ότι, πολύ γρηγορότερα από ό,τι ίσως εκτιμάται, θα φέρει αλυσιδωτές αλλαγές στο γερασμένο και φθαρμένο πολιτικό προσωπικό και άλλων κομμάτων.
Αξιοπρόσεκτη είναι, επίσης, η ταχύτητα που επιδείχθηκε κατά τον σχηματισμό της κυβερνήσεως. Βέβαια δεν πρόκειται αμιγώς για μια «κυβέρνηση της Αριστεράς», καθώς είναι υποχρεωμένη να στηρίζεται σε ένα κόμμα, οι αρχές του οποίου δεν είναι συμβατές με εκείνες του πρώτου κόμματος στις εκλογές και, εν δυνάμει, μπορεί να δημιουργήσουν προβλήματα, όχι μόνο στην εσωτερική, αλλά, κατ’ εξοχήν, και στην εξωτερική πολιτική της. Θα ήταν προτιμότερη η αυτοδυναμία, που θα επέτρεπε, ενδεχομένως, ευρύτερη στήριξη στη Βουλή, έστω με ψήφο ανοχής, αλλά και μεγαλύτερη άνεση στους κυβερνητικούς χειρισμούς.
Αξιοπρόσεκτη είναι επίσης η εκλογή με την πρώτη ψηφοφορία του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, και μάλιστα με ευρύτατη πλειοψηφία, πράγμα ιδιαιτέρως θετικό, καθώς ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας συμβολίζει την ενότητα του έθνους και ταυτοχρόνως, σύμφωνα με το Σύνταγμα, είναι αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας.
Η νέα κυβέρνηση έδωσε, όπως ήταν άλλωστε αναμενόμενο, προτού καλά-καλά αναλάβει, μια μεγάλη μάχη για την αντιμετώπιση του οικονομικού προβλήματος της χώρας. Δεν μπορεί κανείς να κάνει λόγο για την τέλεια προετοιμασία πριν από αυτή τη μάχη, ίσως γιατί άλλοι την προετοίμαζαν και άλλοι κλήθηκαν, απρόσμενα, να τη δώσουν…
Η σύγκρουση, πάντως, αυτή οδήγησε στην ξαφνική και απότομη «ενηλικίωση» της νέας κυβερνήσεως… Οχι μόνο γιατί κατέδειξε ότι οι «θεσμοί» είναι παγερά αδιάφοροι απέναντι στην ανθρώπινη δυστυχία, αλλά και διότι επιβεβαίωσε πως η «αλληλεγγύη» μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών-εταίρων μας νοείται, αυστηρά και μόνο, στο πλαίσιο των ισχυόντων κανόνων, το οποίο είναι τελείως ανελαστικό…
Η έκβαση αυτής της μάχης, όπως και αν την αξιολογήσει κανείς, είναι η πρώτη ενός πολέμου. Η παραδοχή αυτή από τα πιο επίσημα χείλη επιβάλλει την άμεση προσγείωση όλων στην πραγματικότητα, επιβάλλει την καταλλαγή με τον ρεαλισμό! Και θεωρώ παρήγορο ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός διέκρινε, σε πρόσφατη ομιλία του, μεταξύ επιδιωκόμενων στόχων και «αποτελεσματικής και έξυπνης τακτικής».
Επέστη, λοιπόν, η ώρα η κυβέρνηση να παύσει να κινείται ως αντιπολίτευση. Οπως και η αξιωματική αντιπολίτευση να κατανοήσει ότι δεν είναι πλέον κυβέρνηση. Καθώς, θα πρέπει να ομολογηθεί ότι η συμπεριφορά της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως, και πάντως της ηγεσίας της, δεν εκφράζει αυτό που θα ανέμεναν ακόμη και οι ψηφοφόροι της, όπως καταδεικνύεται στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, που δίνουν ένα ποσοστό υποστηρίξεως της κυβερνήσεως υπερδιπλάσιο του εκλογικού της ποσοστού…
Η νέα κυβέρνηση, η οποία αυτοαποκαλείται «Κυβέρνηση Κοινωνικής Σωτηρίας», θα πρέπει να έχει αντιληφθεί ότι είναι η ώρα ευρύτερων κοινωνικών συναινέσεων και συγκλίσεων. Ας μη λησμονείται ότι πίσω από την οικονομική κρίση βρίσκεται, ίσως μάλιστα αποτελεί από τις πιο σημαντικές αιτίες της, η κρίση αξιών και θεσμών που βιώνει η ελληνική κοινωνία, επαναπαυμένη επί δεκαετίες σε μια επίπλαστη ευημερία, μια ευημερία με δανεικά…
Και αποδεικνύεται τώρα, δυστυχώς, στην πράξη, την ώρα που τα δημόσια ταμεία είναι άδεια, πόσο δύσκολο είναι να μεταβάλεις μια νοοτροπία τού «δεν πληρώνω» σε κίνημα τού «πληρώνω αυτό που μου αναλογεί»
Η κοινωνική και πολιτική αλλαγή στον τόπο έχει, λοιπόν, ανάγκη ριζικών μεταβολών και μεταρρυθμίσεων, που έχουν ήδη ωριμάσει, αλλά χρειάζεται ισχυρή πολιτική βούληση για να υλοποιηθούν. Σε αυτές καταλέγονται:
  • Ουσιαστική και χωρίς εκ των προτέρων αποκλεισμούς αναθεώρηση του Συντάγματος έτσι ώστε να μην αποτελέσει αναθεώρηση-παρωδία, όπως συνέβη την τελευταία φορά.
  • Πάγιος και τίμιος εκλογικός νόμος, που να μη συνιστά ένα προσβλητικό για τη νοημοσύνη των πολιτών καλπονοθευτικό σύστημα, αλλά να διευρύνει και να βαθαίνει την ανάγκη προγραμματικών συγκλίσεων και συνασπισμών.
  • Μόνιμο φορολογικό σύστημα, απλό και σταθερό, έτσι ώστε να συνδυάζονται η φορολογική ισότητα και η φορολογική δικαιοσύνη με την παροχή φορολογικών κινήτρων.
  • Ανασχεδιασμός της Δημόσιας Εκπαιδεύσεως, σε όλες τις βαθμίδες της, που θα ισχύσει, όμως, δεσμευτικά σε βάθος χρόνου και δεν θα αλλάζει με κάθε αλλαγή ηγεσίας στο υπουργείο Παιδείας, όπως, δυστυχώς, είναι η πάγια τακτική των τελευταίων δεκαετιών!
Για την επιτυχία του κυβερνητικού έργου, αλλά και για την επίτευξη των μειζόνων αυτών μεταρρυθμίσεων απαιτείται η συγκρότηση μιας μεγάλης πολιτικής και κοινωνικής συμμαχίας. Χωρίς δογματισμούς, χωρίς αποκλεισμούς, χωρίς ρεβανσισμούς.
Εάν, ευθύς μετά την εκδήλωση της οικονομικής κρίσεως, είχαν συνασπισθεί όλες οι πολιτικές δυνάμεις για την αντιμετώπισή της, σίγουρα άλλη θα ήταν η εξέλιξη των πραγμάτων…
Ο,τι μας χωρίζει, δεν μας βοηθά ή με τα λόγια του εθνικού μας ποιητή:

Μην ειπούν στο στοχασμό τους τα ξένα έθνη αληθινά: «Εάν μισούνται ανάμεσό τους δεν τους πρέπει ελευθεριά».

Ο κ. Ι. Μ. Κονιδάρης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ