Την ώρα που σε όλη την Ευρώπη ετοιμάζονται να ακούσουν την Πέμπτη από τον Μάριο Ντράγκι πότε η ΕΚΤ θα αρχίζει να ρίχνει χρήμα στην αγορά, αν θα είναι αυτή ή την επόμενη εβδομάδα, στην Ελλάδα «στύβουμε την πέτρα» όπως είπε ο υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης μιλώντας αυτή τη φορά στο Associated Press, για να πληρώσουμε το ΔΝΤ.
Δηλαδή, ενώ οι άλλες κυβερνήσεις της Ευρωζώνης υπολογίζουν πόσα παραπάνω κεφάλαια θα ρίξουν οι τράπεζες στις οικονομίες τους, η ελληνική κυβέρνηση μαζεύει χρήματα από αγρότες, νοσοκομεία και ταμεία για να πληρώσει τις δόσεις των δανείων.
Και τούτο διότι η ποσοτική χαλάρωση, όπως ονομάζεται η πολιτική της ΕΤΚ να αγοράσει σε διάστημα ενάμισι έτους, 1,1 τρισ. ευρώ κρατικά ομόλογα της ευρωζώνης με στόχο να ενισχύσει την οικονομική ανάκαμψη, δεν αφορά την Ελλάδα.
Η χώρα βρίσκεται εκτός των σχεδίων της ΕΚΤ μέχρι να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση και να ενταχθεί σε κάποιο πρόγραμμα. Όμως, ώσπου να συμβούν όλα αυτά, θα έχει χαθεί μια τεράστια ευκαιρία.
Διότι μέχρι τότε η ΕΚΤ θα αγοράζει κάθε μήνα 60 δισ. ευρώ ομόλογα. Από αυτά 1,75 δισ. ευρώ αναλογούν στην Ελλάδα. Δηλαδή τους επόμενους τέσσερις μήνες θα χάσουμε 7 δισ. ευρώ «τσάμπα» χρηματοδότηση και στο εξάμηνο, αν ακόμα βρισκόμαστε εκτός προγράμματος, πάνω από 10 δισ. ευρώ.
Πρόκειται για τεράστιο ποσό για τη δοκιμαζόμενη ελληνική οικονομία, η οποία εκεί που πήγαινε να ανακάμψει κινδυνεύει να πέσει και πάλι σε ύφεση.
Με την ποσοτική χαλάρωση η ΕΚΤ αγοράζει από τις τράπεζες κρατικά ομόλογα με σκοπό αυτές να διοχετεύσουν τα χρήματα στην αγορά. Πρόκειται για μια συγκαλυμμένη μορφή εκτύπωσης χρήματος, που εφάρμοσαν με επιτυχία και άλλες κεντρικές τράπεζες.
Υπό κανονικές συνθήκες, οι ελληνικές τράπεζες θα μπορούσαν να πωλούν στην ΕΚΤ ομόλογα του ελληνικού δημοσίου που έχουν στο χαρτοφυλάκιά τους ή να αγοράζουν νέες εκδόσεις από το κράτος και στη συνέχεια να τις πωλούν στην ΕΚΤ και να αποκτούν ρευστότητα.
Με αυτόν τον τρόπο και οι τράπεζες θα απελευθέρωναν κεφάλαια τα οποία υπό την εποπτεία της ΕΚΤ θα κατευθύνονταν στην αγορά και το δημόσιο θα διευκολύνονταν στην κάλυψη των αναγκών του.
Όμως, με τις σημερινές συνθήκες, η ελληνική οικονομία όχι μόνο δεν θα επωφεληθεί από την αύξηση της χρηματοδότησης αλλά επιπλέον θα δει την ανταγωνιστική της θέση να επιδεινώνεται, διότι το κόστος του χρήματος στις χώρες που συμμετέχουν στο πρόγραμμα έχει υποχωρήσει σημαντικά.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα π.χ. ο Ισπανός ή ο Ιταλός να δανείζεται πολύ φθηνότερα από τον Έλληνα για να χρηματοδoτήσουν την παραγωγή λαδιού, εσπεριδοειδών, κηπευτικών και άλλων αγροτικών προϊόντων ή για να επενδύσουν στον τουρισμό και αλλού.
Την ώρα λοιπόν που στην Ευρώπη μετά την ποσοτική χαλάρωση το σκηνικό αλλάζει και πλέον οι ευρωπαίοι θα έχουν κάθε λόγο να αισιοδοξούν για επιστροφή σε βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης και μείωση της ανεργίας, εμείς εδώ, απομονωμένοι στο κόσμο μας, θα προσπαθούμε να την βγάλουμε μέρα-μέρα, μέσα στην αβεβαιότητα, τη σύγχυση και την ανασφάλεια.