Το Βήμα – The Project Syndicate

Οι παρατηρητές της Ρωσίας σωστά εστιάζουν στη τελευταία εύθραυστη εκεχειρία στην Ουκρανία, προσπαθώντας να κατανοήσουν τις προθέσεις του προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν εκεί. Αλλά θα ήταν σοφό να μην παραβλέψουν μία άλλη εκτυλισσόμενη μάχη – μία μάχη που θα έχει σημαντικές μακροπρόθεσμες συνέπειες για την Ευρώπη και για την ικανότητα του Πούτιν να ασκεί πιέσεις στην ήπειρο. Τον περασμένο Δεκέμβριο, ο ενεργειακός κολοσσός της Ρωσίας, η Gazprom και μία τουρκική εταιρεία αγωγών υπέγραψαν ένα συμβόλαιο για την κατασκευή ενός αγωγού από τη Ρωσία προς τη Τουρκία κάτω από τη Μαύρη Θάλασσα.
Αυτός ο νέος «Τουρκικός Αγωγός» είναι η εναλλακτική στον South Stream της Μαύρης Θάλασσας από τη Ρωσία προς τη Βουλγαρία – ένα έργο που το Κρεμλίνο εγκατέλειψε τον Δεκέμβριο ως απάντηση στις κυρώσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και την προσάρτηση της Κριμαίας. Η ανακοίνωση για τον Τουρκικό Αγωγό αξίας 12 δισ. δολαρίων, αντί του South Stream θα ενισχύσει τη φήμη της Ρωσίας ως αναξιόπιστου εταίρου και θα επιταχύνει την αναζήτηση της Ευρώπης για εναλλακτικούς προμηθευτές.
Πράγματι, βάζοντας σε κίνδυνο την πιο επικερδή αγορά του, ο Πούτιν επιδεικνύει μία σχεδόν αυτοκτονική περιφρόνηση για τη ρωσική οικονομία – προφανώς όχι για άλλον λόγο από το να παγιώσει την εχθρότητα με την Ουκρανία. Το Κρεμλίνο σκοπεύει να αποκόψει την Ουκρανία από ένα σύστημα παροχής φυσικού αερίου που υφίσταται από τη δεκαετία του 1980, δοκιμάζοντας ένα νέο και μη δοκιμασμένο δίκτυο σε μία αγορά που μπορεί να μην υπάρχει καν. Τον περασμένο μήνα, η Gazprom ανακοίνωσε την πρόθεσή της να σταματήσει τη μεταφορά φυσικού αερίου μέσω της Ουκρανίας όταν το συμβόλαιο με τη Naftogaz λήξει το 2019.
Το αέριο από τον Τουρκικό Αγωγό θα μεταφέρεται στα ελληνικά σύνορα, με την πρώτη παράδοση να αναμένεται μέσα στο 2017. Η ασυνεπής συμπεριφορά της Gazprom προκαλεί ανησυχία στην Ευρώπη. Η ήπειρος βασίζεται στη Ρωσία για το 30% του φυσικού της αερίου, το 80% του οποίου μεταφέρεται μέσω της Ουκρανίας. Τον Ιανουάριο του 2009, η Gazprom διέκοψε τη μεταφορά φυσικού αερίου μέσω της Ουκρανίας, προκαλώντας σοβαρές ελλείψεις σε έξι χώρες της ανατολικής και νοτιοανατολικής Ευρώπης. Στο τέλος του 2014 η Ρωσία απέκοψε εντελώς την Ουκρανία, δείχνοντας για ακόμη μία φορά την πρόθεσή της να χρησιμοποιήσει το φυσικό αέριο ως όπλο για την εξωτερική της πολιτική.
Η ΕΕ επενέβη για να επιτευχθεί ένας διακανονισμός που κάποιοι υποστηρίζουν ότι ήταν ενάντια στα συμφέροντα της Ουκρανίας. Αλλά αντίθετα με όσα δείχνει να πιστεύει ο Πούτιν, ούτε η Ευρώπη ούτε η Ουκρανία θα είναι οι μεγαλύτεροι χαμένοι από την προσπάθεια της Ρωσίας να ανακατευθύνει τις εξαγωγές φυσικού αερίου. Σε μία περίοδο μειωμένων εξαγωγών και εσωτερικής οικονομικής κρίσης δεν είναι η ιδανική στιγμή για να παίξεις παιχνίδια με τον καλύτερο πελάτη σου. Πράγματι, η ευρωπαϊκή αγορά ήδη απομακρύνεται από τη Ρωσία.
Οι πωλήσεις της Gazprom προς την Ευρώπη μειώθηκαν κατά 25% στο τρίτο τρίμηνο. Η κοιλιά στη ζήτηση έρχεται σε μία περίοδο που η Ρωσία απελπισμένα έχει ανάγκη για σκληρό νόμισμα, εξαιτίας των κυρώσεων που την αποκόπτουν από τις αγορές. Με αυτή την κίνηση η Gazprom ουσιαστικά ζητάει από την Ευρώπη να δαπανήσει δισεκατομμύρια ευρώ για νέες υποδομές που θα αντικαταστήσουν έναν αγωγό που είναι σε καλή κατάσταση, απλά και μόνο για να ικανοποιηθεί η επιθυμία του Πούτιν και να προκληθεί πρόβλημα στην Ουκρανία.
Αλλά αν η Ευρώπη είναι να δαπανήσει τόσα δισεκατομμύρια δολάρια, θα προσπαθήσει να βρει και άλλους προμηθευτές φυσικού αερίου και όχι να εντείνει την εξάρτησή της από τη Ρωσία. Όταν ένας από τους συμβούλους του Ιωσήφ Στάλιν ρωτήθηκε αν έτοιμος να υπερασπιστεί μία σειρά αστείων προτάσεων, απάντησε: «Προτιμώ να υπερασπιστώ μη ρεαλιστικά σχέδια από το να βρεθώ στη φυλακή για τα ρεαλιστικά». Μπορεί κανείς να φανταστεί ότι οι αξιωματούχοι της Gazprom ακολουθούν την ίδια συλλογιστική. Αν πράγματι ισχύει αυτό, τότε πρέπει να αρχίσουν να σκέφτονται διαφορετικά. Η Ρωσία δεν αντέχει παραπάνω οικονομικό πόνο. Αλλά αυτό θα συμβαίνει μέχρι να επικρατήσει η λογική.
* O κ. Paul R. Gregory είναι καθηγητής οικονομικών στο πανεπιστήμιο του Χιούστον στις ΗΠΑ.