Ο Κρούγκμαν το είπε από την πρώτη στιγμή ότι τίποτα δεν λύθηκε στις Βρυξέλλες και ότι το Βερολίνο σπρώχνει την Ελλάδα στο γκρεμό. Δυστυχώς είχε μάλλον δίκιο: ουδείς, και ιδίως η κυβέρνηση, δικαιούται να έχει αυταπάτες γι αυτό. Είναι τόσο προφανές που δεν αξίζει πια ούτε να εξηγήσει κανείς για πολλοστή φορά το πώς και το γιατί μιας πορείας που άλλωστε ξεκίνησε με την ενορχήστρωση ουσιαστικά της πτώσης της προηγούμενης κυβέρνησης, στην οποία τράβηξαν το χαλί με την άρνηση θετικής αξιολόγησης τον Δεκέμβριο.

Τώρα, αφού η νέα ελληνική κυβέρνηση γωνιάστηκε ήδη σε μια πρώτη περιοριστική συμφωνία, οι Γερμανοί ανεβάζουν συνεχώς στροφές με πρώτο βιολί πάντα τον υπουργό Σόιμπλε. Σκληραίνουν διαρκώς μια στάση στη λογική «όλα ή τίποτα» – αλλά από τη στιγμή που η νέα κυβέρνηση ανήγαγε σε ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής της, σε «ιερή αγελάδα», το ότι θα βρεθεί οπωσδήποτε λύση, ότι κι αν συμβεί, κάτι τέτοιο ήταν φυσικό, νομοτελειακό επακόλουθο.

Οι Γερμανοί θα πάνε μέχρι τέλους ότι κι αν λένε ορισμένοι που πιστεύουν ότι θα μας σώσουν οι θεωρίες των παιγνίων και άλλα συναφή. Και θα πάνε ως το τέλος γιατί αυτό ολοκληρώνει την πολιτική τους πολλών πλέον ετών, την οποία ασφαλώς και δεν πρόκειται τώρα να εγκαταλείψουν – είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο από το τι θα γίνει με την Ελλάδα.

Συνεπώς, την ώρα που συμβαίνουν όλα αυτά, η κυβέρνηση οφείλει να προετοιμάζει τη χώρα όσο μπορεί καλύτερα για τα χειρότερα δυνατά σενάρια και σε όλα τα επίπεδα που θα χρειαστεί να ενεργοποιηθούν αν τα πράγματα πάνε τελικά σε τέτοια κατεύθυνση.

Θα ήταν αδιανόητο να ξεκινά μια πορεία αμφισβήτησης της γερμανικής πολιτικής στην Ευρώπη και να μην περιλαμβάνει και τέτοιου είδους προετοιμασίες σε όλα (όλα!) τα επίπεδα.

Συμπέρασμα: η μέχρι χθες αντιπολίτευση είναι σήμερα κυβέρνηση και έχει στα χέρια της τον κρατικό μηχανισμό, ενώ, αντιθέτως, δεν έχει δικαιολογίες για να μην προετοιμάσει όλα όσα οφείλει, φανερά και μυστικά, προκειμένου η Ελλάδα να απορροφήσει όσο το δυνατόν καλύτερα όποιο ενδεχόμενο ισχυρότατο σοκ.