Ποια δύναμη μπορεί να ανατρέψει τη φυσική τάξη των πραγμάτων;
Ενα καράβι γλιστράει στη στεριά, ολάνοιχτα πανιά. Και παρ’ όλο που κινείται με την ταχύτητα του ανέμου, κανένας από τους επιβάτες δεν μιλάει. Κάθονται ολόχλωμοι, σαν να έχουν εγκαταλείψει κάθε ελπίδα σωτηρίας.
Αυτό είναι το όνειρο της κυρα-Δέσπως.
Το νερό βράζει στη φωτιά. Μια μάνα λούζει την κόρη της στου φεγγαριού τις αχτίδες. Τη λατρεύει όσο τίποτε στον κόσμο. Και η κόρη δεν θέλει να αποχωριστεί τη μάνα της. «Μύριοι άνεμοι να φυσήξουν δεν με βγάζουν από την πονεμένη αυτή φωλίτσα μου. Σ’ αυτά τα θεμέλια μέσα είναι ριζωμένη η καρδιά μου, μ’ αυτό τ’ αγέρι γλυκοθρέφεται η ψυχή μου» επιμένει η Αρετή, της Ανατολής το καμάρι. Φρόνιμη κόρη, αποδιώχνει τον ερωτοχτυπημένο Στεφανή. «Οι γαμπροί δεν είναι κεράσια, να βλέπης και να διαλέγης»: έτσι πιστεύει. Θα κάνει ό,τι της πουν οι αδελφοί της και όχι ό,τι της κατέβει στο κεφάλι.
Ο Στεφανής θέλει να πάρει τα βουνά, να δρασκελίσει τα ποτάμια, στις ερημιές να περιπλανηθεί, να τρομάξει τ’ αγρίμια με τα βογγητά του. Φωτιά θέλει να γίνει, να κάψει τους κάμπους. Ο αποδιωγμένος εραστής δεν βάζει όριο στην πίκρα του: «Να σκάση λοιπόν κι ο ουρανός και να γίνει θρούβαλα! Να πλαντάξη ο κόσμος και να ξολοθρευτή. Ψυχή να μην απομείνει να μας τσαμπουνίζει πως βασιλεύει αλήθεια και δίκιο και πως νικάει η αγάπη». Η Αρετή παντρεύτηκε τον Κράλη από τη Βαβυλώνα, αυτόν που διάλεξε ο μεγάλος αδελφός της, ο Κωσταντής. Απαρηγόρητη η κυρα-Δέσπω που στέλνει τη μονάκριβη κόρη της στα ξένα. Τον Θεό και τους Αγίους βάζει μαρτύρους ο Κωσταντής πως αν υπάρξει ανάγκη θα πάει ο ίδιος να φέρει πίσω την αδελφή του.
Ενα φάντασμα προβλέπει το ζοφερό μέλλον. Ο Χάρος βγαίνει παγανιά στο χωριό της Αρετής. Θερίζει τα αδέλφια της, καταδιώκει τη μητέρα της, που τριγυρίζει σαν καταραμένη στο νεκροταφείο ζητώντας να ξυπνήσει τους πεθαμένους, να της φέρουν πίσω την κορούλα της, όπως της υποσχέθηκαν. «Εβγα να σου φυσήξω ζωή με τους στεναγμούς μου, να σπαρταρήξ’ η νεκρωμένη καρδιά σου, να φρίξη ο νους σου, πουλί να γίνης πετάμενο και να φέρης από τα ξένα την αδερφή σου» παρακαλάει η κυρα-Δέσπω τον νεκρό Κωσταντή.
«Τέτοιο ανάθεμα ποιος τάφος να το βαστάξη;». Βουρκόλακας θα γίνει ο Κωσταντής, την Αρετή να φέρει πίσω. Ενα φρενιασμένο άλογο περνάει θάλασσες και βουνά. Μια φωτερή καταχνιά και μέσα της ένας καβαλλάρης με μια γυναίκα στο πλάι του. Πάγος το κορμί του, την παγώνει κι εκείνη. Τα πουλιά αναρωτιούνται: «Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνη πεθαμένος!». Ονειρο μαύρο και φοβερό; «Πέθανα, μανούλα, και ξύπνα με!» φωνάζει η Αρετή. Μάνα και κόρη ξεψυχούν αγκαλιασμένες.
Ο ποιητής και πεζογράφος Αργύρης Εφταλιώτης (1849-1923), γνωστός και ως μέλος της μαχητικής τριανδρίας του δημοτικισμού (μαζί με τον Γιάννη Ψυχάρη και τον Αλέξανδρο Πάλλη), έγραψε ένα μόνο θεατρικό έργο στη ζωή του, τον «Βουρκόλακα». Προσεγγίζοντας την ελληνικότητα μέσα από τον πλούτο και τη γοητεία της δημοτικής παράδοσης, ο «Βουρκόλακας» αντλεί την έμπνευσή του από «το περιξάκουστο τραγούδι του «Νεκρού Αδερφού»», όπως σημειώνει ο ίδιος ο Εφταλιώτης στην εισαγωγή του. Και το αποτέλεσμα μοιάζει πράγματι με δραματοποιημένη παραλογή, όπου το πραγματικό και το υπερφυσικό δένονται αξεδιάλυτα πλάθοντας ιστορία τραγική γύρω από τη μητρική λαχτάρα, η δύναμη της οποίας μπορεί να ανατρέψει ακόμη και τη φυσική τάξη των πραγμάτων.
Η ιδιαιτερότητα αυτή του κειμένου –η αίσθηση δηλαδή ότι πρόκειται περισσότερο για ένα ποιητικό και λιγότερο για ένα «κανονικό» θεατρικό έργο –εγείρει ιδιαίτερες απαιτήσεις στη σκηνική αναπαράστασή του. Ο ρεαλισμός δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα. Δεν παρουσιάζουν όμως κανένα ιδιαίτερο νόημα αυτοί οι διαχωρισμοί όταν πρόκειται για την παράσταση που παρακολουθήσαμε προ ημερών στο θέατρο Αποθήκη. Ερμηνείες που απωθούν με τη μονομέρεια και την επιπολαιότητά τους, ηθοποιοί που λένε το «κομμάτι» τους χωρίς να συνδέονται με κανέναν και με τίποτε. Τα επί μέρους στοιχεία δεν συνθέτουν ποτέ ένα ενιαίο σύνολο. Το έργο παρουσιάζεται ως κέλυφος χωρίς ψυχή, μια πρόχειρη αφήγηση της πλοκής με τον πλέον διεκπεραιωτικό τρόπο: σώματα «άδεια», φωνές αδούλευτες που μιλούν χωρίς να γνωρίζουν τι θέλουν να μας πουν. Η Νένα Μεντή, πολύ πιο έμπειρη από τους υπόλοιπους, στέκεται αξιοπρεπώς στην αρχή, ολισθαίνει όμως ολοένα και περισσότερο σε κινήσεις σπασμωδικές, δήθεν τραγικές, και μηχανικές φωνητικές υπερβολές που δεν δύνανται να γεμίσουν το κενό.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ