Μία από τις σημαντικότερες και πιο ζημιογόνες επιπτώσεις όλης της αναταραχής και της αβεβαιότητας που υπάρχει στην Ελλάδα τους τελευταίους μήνες δεν είναι (μόνον) τα χρήματα που φεύγουν από τις τράπεζες (και τα οποία μπορεί εφόσον κάποια στιγμή σταθεροποιηθεί η κατάσταση να επιστρέψουν), αλλά το κόστος ευκαιρίας – ο χρόνος που χάνεται ενώ οι υπόλοιπες χώρες προχωρούν: όταν ένα πολιτικό σύστημα, ένα σύστημα ΜΜΕ και μία κοινωνία καθολικά ασχολείται καθημερινώς επί τέσσερις μήνες με το να περάσει τον κάβο της επόμενης Δευτέρας ή της μεθεπόμενης Παρασκευής, αυτό σημαίνει ότι σπαταλάει μία τεράστια ποσότητα ενέργειας – εργατοωρών, πολιτικού, κοινωνικού και πολιτισμικού κεφαλαίου – τα οποία θα μπορούσε να επενδύσει στο να παράγει ιδέες, δράσεις, θεσμούς, εργασία.

Χωρίς να εξετάζουμε καν τις ιδεολογικές ή ψυχολογικές πλευρές της κυρίαρχης αντίληψης στην ελληνική κοινωνία (π.χ. το ότι η πρωτοβουλία, και άρα η ευθύνη, για την αλλαγή της πραγματικότητας μας μετατίθεται στους άλλους, στους ξένους, αντί να αναλαμβάνεται από τον καθένα από εμάς) και μόνο το χάσμα ανάμεσα στην αέναα εξελισσόμενη πρακτική επιχειρήσεων, πανεπιστημίων, οργανισμών και κυβερνήσεων χωρών που δεν βρίσκονται σε αυτό το τέλμα και στην δική μας εσωτερική πραγματικότητα επιδεινώνει δραματικά την απόσταση που θα πρέπει κάποτε να διανύσουμε για να γίνουμε και πάλι ανταγωνιστικοί – όταν επιτέλους αποφασίσουμε τί είδους χώρα θέλουμε να είμαστε, που ανήκουμε, ποιές αξίες έχουμε και τί θέλουμε να παράγουμε.

Η κυβέρνηση έχει δίκιο στο να θέλει και να απαιτεί ένα διαφορετικό μείγμα πολιτικής και μία διαφορετική αρχιτεκτονική για την Ευρωζώνη – και είναι σίγουρο ότι εάν κυνηγούσε αυτά τα αιτήματα θα έβρισκε πολλούς και ισχυρούς συμμάχους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, αντί να συζητάει το πώς θα φτάσουμε στην ανάπτυξη, στην ανταγωνιστικότητα και στην βιωσιμότητα έχει εγκλωβιστεί, από την πρώτη στιγμή, σε ένα ανούσιο παιχνίδι εγωισμών για την ονομασία ενός προγράμματος το οποίο ούτως ή άλλως τελείωνε σε λίγες εβδομάδες.

Για μία χώρα που εδώ και 40 χρόνια έχτισε ολόκληρη την εθνική στρατηγική και εξωτερική πολιτική της στην τήρηση των συμφωνηθέντων, η προσέγγιση της κυβέρνησης στις συζητήσεις με την Ευρωζώνη και την τρόικα δεν είναι μόνο αδύναμη διαπραγματευτικά αλλά βλάπτει την ισχύ των επιχειρημάτων μας σε μία σειρά από άλλα θέματα. Εμείς πρώτοι θα έπρεπε να θέλουμε η ΕΕ να τηρεί τις συμφωνίες. Και σε κάθε περίπτωση δομικές αλλαγές του τύπου που είναι αναγκαίες για να λυθεί οριστικά τόσο το ελληνικό όσο και το ευρωπαϊκό πρόβλημα δεν έρχονται με εκβιασμούς και διεθνή εξευτελισμό των συνομιλητών – ο οποίος με μαθηματική ακρίβεια πλήττει πάντοτε και μόνον αυτόν που τον εκτοξεύει – αλλά με μακρόπνοο χτίσιμο συμμαχιών και εξοντωτικά λεπτομερή σχεδιασμό.

Πρέπει πάση θυσία να αποφύγουμε ένα σενάριο στο οποίο η Ελλάδα θα γίνει το παράδειγμα προς αποφυγήν, ο κοινός εχθρός που τόσα χρόνια λείπει από την ΕΕ και ο οποίος επιτέλους θα αποτελέσει τον καταλύτη για να γίνουν όσα έπρεπε να έχουν γίνει εδώ και χρόνια (αλλά όταν εμείς θα είμαστε πλεόν εκτός του ευρωπαϊκού πυρήνα, σε ένα δικό μας παράλληλο σύμπαν). Εάν κάποια στιγμή κάπου ληφθεί η απόφαση να τελειώνουμε με το θέμα Ελλάδα, τότε αυτό θα είναι πολύ δύσκολο να το μεταστρέψουμε χωρίς ισχυρές συμμαχίες και επιχειρήματα. Από την αρχή της κρίσης τόσο οι Ευρωπαίοι εταίροι όσο και ευρύτερα οι δανειστές ήταν κατηγορηματικοί στο ότι η

Ελλάδα πρέπει να παραμείνει στο ευρώ. Δυστυχώς, ατυχείς συμπεριφορές, ελλιπώς προετοιμασμένες εισηγήσεις και πρακτικές που δεν συνάδουν με τα διπλωματικά ήθη έχουν αρχίσει να εξαντλούν το διαπραγματευτικό κεφάλαιο που συγκεντρώσαμε με τόσες θυσίες και κόπους, όχι μόνο των προηγούμενων κυβερνήσεων αλλά κυρίως του ελληνικού λαού.

Εάν δεν αλλάξουμε τάχιστα το διακύβευμα της όλης συζήτησης από την ελληνική απροθυμία και αδυναμία σε μία δομική συζήτηση για την αρχιτεκτονική της ευρωζώνης, τότε – και ανεξαρτήτως της έκβασης των τωρινών διαπραγματεύσεων – θα συνεχίσουμε να καρκινοβατούμε. Το ελληνικό ζήτημα από μόνο του δεν ενδιαφέρει κανέναν. Το ευρωπαϊκό ζήτημα ενδιαφέρει πολλούς – αλλά απαιτεί συμμαχίες, συμβιβασμούς και επιχειρήματα. Στην πολιτική και στις διεθνείς σχέσεις δεν υπάρχουν ούτε αυτονόητα, ούτε κεκτημένα, ούτε αυτόματοι πιλότοι. Όσο ασχολούμαστε με ρητορικά σχήματα και το περιτύλιγμα καταστάσεων και συνθηκών που προς το παρόν είναι δεδομένες, ουσιαστικά επιλέγουμε να μην ασχοληθούμε με την πραγματική ουσία του προβλήματος. Και αυτό έχει πραγματικό κόστος.

* Ο κ. Ρωμανός Γεροδήμος είναι Αναπλ. Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Bournemouth και ιδρυτής του Τομέα Ελληνικής Πολιτικής Επιστήμης της Βρετανικής Εταιρίας Πολιτικών Σπουδών.