Η Τάνια επιβιβάστηκε στο Σύνταγµα. Καλοσυντηρημένο ταξί, ολοκάθαρο. Και ο οδηγός, περιποιημένος, χαμογελαστός, ευγενέστατος, με το σεις και με το σας. Ετσι, στον πληθυντικό της ευγενείας, τη ρώτησε: «Σας πειράζει, μιας και πάμε κοντά, να μη βάλω ταξίμετρο; Πάνω από έξι ευρώ δεν θα γράψει». «Κανένα πρόβλημα» του απάντησε. Επειδή βαριόταν να το κάνει θέμα. Επειδή ο οδηγός ήταν όντως συμπαθέστατος και δεν ήθελε να τον κακοκαρδίσει. Επειδή μπορεί στη θέση του και εκείνη να έκανε το ίδιο. Επειδή «αφού μας κλέβει το κράτος, θα το κλέβουμε και εμείς». Μουσική στο ραδιόφωνο, κίνηση στον δρόμο, μερικές σταγόνες στο παρμπρίζ προάγγελοι της βροχής που είχε προβλέψει το πρωί ο Θοδωρής Κολυδάς. Και ο οδηγός με διάθεση για πολιτική κουβέντα: «Τι γνώμη έχετε για τον Τσίπρα; Θα τα καταφέρει;». «Μακάρι να τα καταφέρει, ποιος Ελληνας δεν το θέλει;». «Ετσι είναι, κυρία μου! Πρέπει να τα καταφέρει, αλλά οφείλουμε και εμείς, όλοι εμείς, να βοηθήσουμε. Να σταματήσουμε τις αρπαχτές κάτω από το τραπέζι. Ξέρετε πόσοι φοροδιαφεύγουν; Δεν πρέπει να τους κόψει –μετά συγχωρήσεως –τον κώλο;».
Η Τάνια τον κοίταξε µε απορία, προσπαθώντας να καταλάβει αν μιλούσε σοβαρά ή αν αστειευόταν. Σοβαρολογούσε! Τι κι αν άλλα έλεγαν τα λόγια του και άλλα το απενεργοποιημένο ταξίμετρό του; Συνέχιζε να επιτίθεται με σφοδρότητα σε εκείνους που δεν πληρώνουν εισιτήριο στο μετρό, που δεν δηλώνουν τα ενοίκια που εισπράττουν, που αρνούνται να καταβάλλουν τις εισφορές τους, που, που… «Που δεν κόβουν αποδείξεις όταν παίρνουν κούρσα;». Στην άκρη του στόματός της το είχε, αλλά δεν το είπε. Προτίμησε να μη χαλάσει την ωραία ατμόσφαιρα. Μόνο άκουγε με ενδιαφέρον τις προτάσεις του οδηγού για το συμμάζεμα του κράτους. Προτάσεις οι οποίες βρήκαν σύμφωνo και τον κύριο που πήραν διπλοκούρσα. Και ο οποίος με τη σειρά του δεν θεωρούσε απαραίτητη τη λειτουργία του ταξίμετρου («είτε το βάλεις είτε δεν το βάλεις, παλικάρι μου, εγώ τα ίδια θα σου δώσω, στο ένα χιλιόμετρο με αφήνεις»), αλλά θεωρούσε κορυφαία προτεραιότητα της νέας κυβέρνησης «το συμμάζεμα των οικονομικών. Να πιάσουν όλους αυτούς που έβγαλαν έξω περιουσίες και να τους φορολογήσουν».
Ετσι, αποθεώνοντας τον σωστό πολίτη και καυτηριάζοντας «τα λαμόγια που εξαπατούν το κράτος χωρίς να καταλαβαίνουν ότι έτσι βλάπτουν τον εαυτό τους» συνέχισαν τον δρόμο τους. Και όπως μου έλεγε αργότερα η Τάνια, παρασυρμένη από τον επαναστατικό πυρετό, κάποια στιγμή συγκινήθηκε που υπάρχουν ακόμη τίμιοι άνθρωποι που σκέφτονται με αυτόν τον τρόπο, αισθάνθηκε και εκείνη πως ναι, η ελπίδα δεν έσβησε! Η ψευδαίσθηση διατηρήθηκε ως τη στιγμή που το μάτι της έπεσε ξανά στο «νεκρό» ταξίμετρο. Τότε θυμήθηκε ότι συμμετέχει σε ένα μονόπρακτο του θεάτρου του παραλόγου, σε μια σκηνή από ταινία του Αλμοδόβαρ, όπου στο επόμενο πλάνο θα επιβιβαζόταν πιθανώς στο όχημα η Ρόζι Ντε Πάλμα στον ρόλο της Κριστίν Λαγκάρντ. Αφού πλήρωσε και αποβιβάστηκε διαβεβαιώνοντας τον οδηγό ότι ναι, θα ήταν και εκείνη την Κυριακή στο Σύνταγμα για να στηρίξει την κυβέρνηση, βαδίζοντας προς το σπίτι της συλλογιζόταν ότι δυστυχώς αυτό που έζησε δεν ήταν Αλμοδόβαρ ούτε Ιονέσκο: ήταν η πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα όπου τα ψεύτικα τα λόγια, τα μεγάλα τα σερβίρουμε ανερυθρίαστα, με σοκαριστική ευκολία, σχεδόν χωρίς να έχουμε συναίσθηση της διαφθοράς μας, καθώς και δεν κοστίζουν και δεν φορολογούνται και κάνουν καλή εντύπωση. Επιβάτες σε μια κούρσα χωρίς ταξίμετρο αλλά και με τη μηχανή του οχήματος που μας ταξιδεύει προς το ελπιδοφόρο μέλλον να χάνει λάδια. Είναι επικίνδυνο αυτό, όχι;

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ