Λίγο πριν από την κατάθεση του Νόμου Διαμαντοπούλου, σε άρθρο μου στην «Καθημερινή» (31 Ιουλίου 2011) είχα περιγράψει την τότε κατάσταση του Ελληνικού Πανεπιστημίου ως εξής: «Ολοι λίγο-πολύ είμαστε γνώστες των ποικίλων προβλημάτων στα ελληνικά πανεπιστήμια: κακή διοίκηση, νεποτισμός στις προσλήψεις προσωπικού σε όλα τα επίπεδα, αναξιοκρατία, αδιαφάνεια, έλλειψη αξιολόγησης διδακτικού/ερευνητικού προσωπικού, εσωστρέφεια, καταλήψεις και διακοπές των μαθημάτων, βανδαλισμοί της ερευνητικής υποδομής, ατιμωρησία της παρανομίας κ.λπ.».
Η τότε Βουλή υπερψήφισε τον νόμο 4009/11 με 255 ψήφους, πρωτάκουστο στην ιστορία του Ελληνικού Κοινοβουλίου. Το αποτέλεσμα αντικατόπτριζε την ομοφωνία της ελληνικής κοινωνίας για την αντιστροφή του νοσηρού κατεστημένου στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΑΕΙ). Δυστυχώς, η προηγούμενη κυβέρνηση αποδυνάμωσε τον νόμο σε αρκετά σημεία για να ικανοποιήσει ηχηρές μειοψηφίες των πελατειακών της σχέσεων. Παρά ταύτα, αρκετά σημεία του νόμου επιβίωσαν και ιδίως η θέσπιση των Συμβουλίων Ιδρύματος (ΣΙ). Η μεγάλη ανάγκη της αποσύνδεσης της επιλογής του πρυτάνεως από τις κομματικές συμμορίες έγινε πραγματικότητα και άρχισε η σταδιακή βελτίωση των πανεπιστημίων, παρά τις λυσσαλέες αντιδράσεις των τελευταίων πρυτάνεων και τη βίαιη αντίδραση της ελάχιστης μειοψηφίας καθηγητών και φοιτητών του κομματικού κατεστημένου.
Τα ΣΙ υποστηρίχθηκαν μαζικά από την πανεπιστημιακή κοινότητα με συμμετοχή στην εκλογή των μελών τους από 65%-96% των πανεπιστημιακών δασκάλων. Δυστυχώς ο νέος υπουργός Παιδείας εξήγγειλε στις προγραμματικές δηλώσεις του την κατάργηση των ΣΙ και αναφέρθηκε με υποτιμητικό τρόπο για τους πανεπιστημιακούς της χώρας και της διασποράς που εξελέγησαν και συμμετέχουν ανιδιοτελώς στη λειτουργία τους. Ολως παραδόξως ο νέος υπουργός υπεσχέθη ότι της αλλαγής του νομικού πλαισίου για τα ΑΕΙ θα προηγηθεί ευρύς δημόσιος διάλογος! Ως ένας εκ των «αφελών» μελών της ακαδημαϊκής διασποράς (αλλά όχι μέλος των ΣΙ), θέλω να διαβεβαιώσω τον κύριο υπουργό ότι ούτε αφελείς είμαστε ούτε μη γνώστες του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Και επειδή γνωρίζω τα περισσότερα μέλη των ΣΙ και εξ αλλοδαπής και εξ ημεδαπής, μπορώ να διαβεβαιώσω τον κύριο υπουργό ότι η μεγίστη πλειοψηφία των μελών έλαβαν μέρος διότι πιστεύουν ότι αυτή ήταν η καλύτερη λύση για τη μελλοντική εξέλιξη των ελληνικών ΑΕΙ.
Η βεβαιότης αυτή βασίζεται σε μαζική εκπαιδευτική και διοικητική εμπειρία των μελών των ΣΙ σε παγκόσμιο επίπεδο, συμπεριλαμβανομένων σχεδόν όλων των ευρωπαϊκών χωρών, της Αμερικής και της Ασίας. Το θεσμικό πλαίσιο του Συμβουλίου και οι διατάξεις γενικά του νόμου Διαμαντοπούλου, συνεπώς, δεν προήλθαν από μια «περιοδεία υπουργού στις ΗΠΑ που νόμιζε ότι μπορούσε να μεταφέρει τον θεσμό στα ελληνικά πανεπιστήμια». Ο νόμος βασίστηκε σε εκτενείς διαβουλεύσεις με πάρα πολλούς πανεπιστημιακούς της ημεδαπής και της διασποράς των οποίων η εμπειρία είναι τεκμηριωμένη σε αντικειμενικούς δείκτες (π.χ. Web of Science, Google Scholar κ.λπ.) με παγκόσμια απήχηση. Είναι ενδιαφέρον να κάνει κανείς σύγκριση των δεικτών των καταξιωμένων μελών των ΣΙ με αυτούς των υπουργών («Καθημερινή», 7 Φεβρουαρίου 2015, Το διεθνές «στίγμα» των νέων υπουργών).
Είναι σε όλους γνωστό ότι ο όρος «αξιολόγηση» είναι τοξικός για μια μικρή μειοψηφία του ελληνικού εκπαιδευτικού κατεστημένου. Και όμως, η αξιολόγηση, και η εξ ου αξιοκρατία, είναι η βάση των εκπαιδευτικών συστημάτων και της ΕΕ και όλων των άλλων προηγμένων χωρών του κόσμου. Αυτή η αρχή θέτει τα θεμέλια της κοινωνικής ευημερίας και δικαιοσύνης σε όλες αυτές τις χώρες, την οποία εμείς θα πρέπει να προσπαθούμε να υιοθετήσουμε. Δεν είμαστε σε θέση να υποδείξουμε το «ελληνικό μοντέλο» ως βάση για την εξέλιξη της δικαιοσύνης και ευημερίας που έχει επιτευχθεί στις άλλες χώρες.
Είναι ιδιαίτερα απογοητευτικό ότι ο τωρινός εκπρόσωπος της Παιδείας στη χώρα μας θεωρεί την Αριστεία ως «ρετσινιά». Σε μια επίσκεψή μου σε πανεπιστήμιο της Βοστώνης προ περίπου 10ετίας είχα την ευχάριστη έκπληξη να παρατηρήσω την επιγραφή «Αιέν Αριστεύειν» λαξευμένη σε πέτρα πάνω από την κύρια είσοδο της πανεπιστημιούπολης. Προφανώς το «Αιέν Αριστεύειν», που ήταν το ιδανικό του ελληνικού έθνους από τον καιρό του Ομήρου, έχει εξαφανιστεί ως στόχος για τη χώρα μας αλλά έχει υιοθετηθεί από τον υπόλοιπο κόσμο.
Δυστυχώς η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας αποφάσισε την κατάργηση των ΣΙ, όχι έπειτα από αξιολόγηση της λειτουργίας του θεσμού ούτε έπειτα από διαβούλευση με την πανεπιστημιακή κοινότητα αλλά το έπραξε δικτατορικά για να ικανοποιήσει μια ιδεοληψία. Ο νόμος Διαμαντοπούλου κάθε άλλο παρά «καταστρεπτικός» ήταν για την ανώτατη εκπαίδευση, όπως χαρακτηρίστηκε από τον κ. υπουργό. Ομως η συνεχιζόμενη αντίδραση των ελαχίστων μειοψηφιών καθηγητών και φοιτητών ελήφθη υπόψη πέραν της μεγίστης πλειοψηφίας της πανεπιστημιακής κοινότητας. Θα σημειώσω ότι όταν ελέγξει κάνεις τα αντικειμενικά κριτήρια παραγωγής έργου που ανέφερα παραπάνω θα ανακαλύψει ότι οι πανεπιστημιακοί ηγέτες των μειοψηφιών, συμπεριλαμβανομένων και πρώην πρυτάνεων, ως επί το πλείστον έχουν ελάχιστο έργο να επιδείξουν ως επαγγελματίες. Παρά ταύτα, η απόφαση της ηγεσίας του υπουργείου είναι ότι πρέπει να επιστρέψουμε στην τυραννία των ανίκανων και να καταλήξουμε στην κατάσταση που περιέγραψα στην πρώτη παράγραφο.
Ηδη οι νέες και νέοι δραπετεύουν στο εξωτερικό σε μεγάλους αριθμούς. Η κατάργηση και του νόμου Διαμαντοπούλου θα επιταχύνει τη φυγή –διώχνουμε το μέλλον της χώρας. Ας ελπίσουμε ότι περισσότερο ψύχραιμες σκέψεις θα επικρατήσουν για την αξιοκρατική μόρφωση της νέας γενιάς –επιβάλλεται για την επιβίωση της χώρας μας. Αν ο κ. υπουργός θέλει πράγματι να αναλάβει μια εποικοδομητική πρωτοβουλία, ας επαναφέρει τις διατάξεις του νόμου 4009/11 που κατάργησε η προηγούμενη κυβέρνηση.
Ο κ. Σταμάτης Κριμιζής είναι ομότιμος διευθυντής της Διοίκησης Διαστήματος του Πανεπιστημίου Johns Hopkins, ΗΠΑ, πρώην πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Ερευνας και Τεχνολογίας (2010-2013) και ακαδημαϊκός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ