Ενας άνδρας περπατάει μέσα στη νύχτα με δώδεκα κεριά κολλημένα στο καπέλο του. Θέλει να βλέπει καλύτερα για να ζωγραφίσει ένα τοπίο. Στα σπλάχνα του βρίσκεται ήδη σφηνωμένη η σφαίρα που θα του πάρει τη ζωή. Μέσα στην απελπισία του αφήνει δυο πουλιά να ξεχυθούν. Μαύρα στίγματα γεννημένα από τη χολή της επερχόμενης αυτοκτονίας του. Τα φτερά των πουλιών έχουν το χρώμα της τρούφας, που σερβίρεται στο πιο πολυτελές γεύμα, αλλά και το χρώμα των περιττωμάτων. Η γη έχει το χρώμα του κρασιού και του αίματος. Μια τελευταία σπονδή για τον ετοιμοθάνατο. Τα κοράκια, οιωνοί ενός κακού που πλησιάζει αλλά δεν θα αγγίξει τον καλλιτέχνη, ο οποίος θα έχει ήδη φύγει από αυτή τη γη. Θα έχει πετάξει μαζί τους προς το αινιγματικό επέκεινα.
Τα κοράκια που ζωγράφισε ο Βίνσεντ βαν Γκογκ λίγο πριν από τον θάνατό του (στον πίνακα «Λιβάδι με κοράκια») συναρπάζουν τον Αντονέν Αρτό. «Ακούω τα φτερά των πουλιών να παράγουν δυνατούς ήχους κύμβαλου πάνω από μια γη που πλημμυρίζει· ο Βαν Γκογκ δεν μπορεί να συγκρατήσει άλλο την πλημμύρα αυτή» γράφει ο Αρτό το 1947 στο περίφημο παραληρηματικό δοκίμιό του με τίτλο Van Gogh, le suicidé de la société («Βαν Γκογκ, ο αυτόχειρας της κοινωνίας»). Εχοντας περάσει πολλά χρόνια σε ψυχιατρικό άσυλο, ο Αρτό, γάλλος ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, φλεγόμενος φιλόσοφος και οραματιστής, ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με τον μεγαλοφυή ζωγράφο που στιγματίστηκε από τους συγχρόνους του ως τρελός και αυτοκτόνησε το 1890 σε ηλικία 37 ετών.
«Ο Βαν Γκογκ χτυπάει με το ρόπαλό του όλες τις φόρμες της Φύσης και όλα τα αντικείμενα». Πρώτη φορά τα πράγματα μοιάζουν να είναι σε σύσπαση και σε αδράνεια μαζί. Ταυτόχρονα. Δεν υπάρχει σεισμός, ηφαιστειακή έκρηξη ή επιδημία που να μη φωτίζεται τόσο άπλετα ώστε να κάνει τις αισθήσεις μας να γεννιούνται από την αρχή. Το καθαρό αίνιγμα του βασανισμένου λουλουδιού, του χωραφιού που έχει κοπεί, οργωθεί και πατηθεί ολόγυρα από το μεθυσμένο πινέλο του ζωγράφου. Του μόνου ζωγράφου, κατά τον Αρτό, που πήγε πέρα από τη ζωγραφική. Το κατακόκκινο πρόσωπό του παρακολουθεί μέσα από ένα τείχος ηλιοτρόπια. Το πρόσωπο σκάει σε κομμάτια.
Είχε δίκιο ο Βαν Γκογκ: «Μπορεί κανείς να ζει για το άπειρο, να ικανοποιείται μόνο με το άπειρο, υπάρχει αρκετό άπειρο πάνω στη γη και στις ουράνιες σφαίρες ώστε να ξεδιψάσει χίλιες μεγάλες ιδιοφυΐες και αν ο Βαν Γκογκ στάθηκε ανίκανος να ικανοποιήσει την επιθυμία του να φωτίσει όλη τη ζωή του με αυτό, αυτό συνέβη επειδή η κοινωνία τού το απαγόρευσε. Ξερά και συνειδητά του το απαγόρευσε». Ο Αρτό εξαπολύει ένα δριμύ «κατηγορώ» εναντίον των ψυχιάτρων γενικότερα (δεν πέρασε μέρα όσο ήταν ο ίδιος στο άσυλο που να μην ήθελε να κόψει το λαρύγγι τους), αλλά και του δόκτορος Γκασέ ειδικότερα, του «κακού πνεύματος» που οδήγησε τον Βαν Γκογκ στον θάνατό του (σύμφωνα πάντα με τον Αρτό). «Στην περίπτωση της αυτοκτονίας χρειάζεται μια στρατιά από δόλια πλάσματα που θα παρακινήσουν το σώμα σε αυτή την αφύσικη χειρονομία, να απαρνηθεί την ίδια τη ζωή του».
Οι μύθοι πρέπει να γεννηθούν από τα πιο ταπεινά πράγματα. Το κίτρινο του σιταριού είναι βρώμικο και η γη ποτισμένη με αίμα τη νύχτα που ετοιμάζεσαι να πεθάνεις. «Η αλήθεια παραμένει ότι κανένας ποτέ δεν έγραψε, ζωγράφισε, έκανε γλυπτά, κατασκεύασε ή επινόησε πράγματα παρά μόνο για να βγει από την κόλαση» υποστηρίζει ο Αρτό εξ ιδίας πείρας, ενώ προσπαθεί παθιασμένα να δικαιώσει τον καταραμένο «πρόγονό» του, που πετούσε «ατομικές βόμβες» στους κοινωνικούς θεσμούς με τα έργα του.
Με βάση το πρωτότυπο γαλλικό κείμενο, η σκηνοθέτις της παράστασης συνέθεσε μια θεατρο-διάλεξη. Εκτός από το κείμενο του Αρτό, χρησιμοποίησε αποσπάσματα από τις επιστολές του Βαν Γκογκ (προς τον αδερφό του, προς τον γιατρό Γκασέ, προς τον φίλο του Γκογκέν) και τα παρουσίασε σε ενιαία μορφή, σαν ένα φανταστικό γράμμα, στο οποίο εξιχνιάζονται οι λόγοι της αυτοκτονίας του κορυφαίου ζωγράφου.
«Ο ηθοποιός είναι ο μάρτυρας που φλέγεται και μέσα από τις φλόγες του μας κάνει σινιάλο» έλεγε ο Αρτό. Δυστυχώς, η σκηνοθέτις δεν καταφέρνει να προσεγγίσει ούτε στο ελάχιστο την ιερή οργή του γάλλου δημιουργού. Να μας μεταγγίσει το πάθος του, να μας συγκινήσει ως λαμπερός αναμεταδότης της χειμαρρώδους επίθεσής του στην «αστική αδράνεια», στο «άχρηστο πτώμα» της επιστήμης, σε μια κοινωνία που καταβροχθίζει τα πάντα και φιμώνει όσους μιλούν αληθινά. Η παρουσία του Ιωάννη Παπαζήση αποδεικνύεται απλώς λίγη: οι κινήσεις, οι παύσεις, οι «κορυφώσεις», οι «υπογραμμίσεις», όλα μοιάζουν υπολογισμένα με τον χάρακα. Καμία αγωνία δεν υπάρχει που θα προκαλέσει ρωγμή στο οικοδόμημα. Ακόμη και η «γαλλική αρτιστίκ» εμφάνιση του ερμηνευτή –με το πράσινο φουλάρι και το μουστακάκι –φανερώνει μια αβασάνιστη σκηνοθετική προσέγγιση που ξύνει την επιφάνεια χωρίς να αποκαλύπτει ούτε την οδύνη ούτε την αγανάκτηση που ξεχειλίζει από το τελευταίο κείμενο του Αρτό.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ