Δεν παρακολούθησα «ζωντανά» τις προγραμματικές δηλώσεις του Πρωθυπουργού την περασμένη Κυριακή. Οχι επειδή τον σνόμπαρα ούτε επειδή δεν ενδιαφέρομαι για τις πολιτικές εξελίξεις. Γνώριζα ότι με αυτές θα ασχολούνταν όλοι, οπότε θα ενημερωνόμουν με το παραπάνω. Επέτρεψα λοιπόν στη φιλόμουση πλευρά του χαρακτήρα μου να επικρατήσει για λίγο εκείνης του προβληματισμένου – ανήσυχου (έχω μπουχτίσει ανησυχία τα τελευταία χρόνια) πολίτη. Ετσι, ενώ οι περισσότεροι είχαν συντονιστεί με τη Βουλή των Ελλήνων, εγώ συντονίστηκα με τους οχτρούς. Με το Μόναχο, από όπου μεταδιδόταν απευθείας, μέσω Internet, η πολυδιαφημισμένη παραγωγή της Κρατικής Οπερας της Βαυαρίας με τη «Λουτσία ντι Λάμερμουρ» του Ντονιτσέτι. Ανέβασμα σύγχρονο για ένα κλασικό δείγμα του μπελ κάντο με ηρωίδα μια γυναίκα με ντελικάτη ψυχοσύνθεση που όταν εξαναγκάζεται σε γάμο συμφέροντος παρανοεί, σκοτώνει τον σύζυγό της και πεθαίνει. Βασισμένη σε ένα αληθινό περιστατικό, η «Λουτσία» με τη μαγευτική, λεπτοκεντημένη και βαθιά συναισθηματική μουσική της –μελωδίες μουλιασμένες στην υγρή μελαγχολία της φύσης της Σκωτίας όπου διαδραματίζεται –μιλούσε πάντα στην καρδιά μου με τη φωνή των μεγαλύτερων υψιφώνων του κόσμου, από την Αμελίτα Γκάλι Κούρτσι και τη Λίλι Πονς, ως την Αννα Μόφο, την Τζόαν Σάδερλαντ και (πάνω απ’ όλες) τη Μαρία Κάλλας. Τώρα, μάλιστα, στην παρούσα συγκυρία, ταυτίζοντας αυθαίρετα την τραγική ηρωίδα που (θύμα του μνημονίου που της επιβάλλει η ίδια της η οικογένεια) εκβιάζεται, «υποδουλώνεται», καταπιέζεται και λοιδορείται, με την πατρίδα μου, ένιωσα ότι το έργο αποκτούσε έναν ιδιαίτερο συμβολισμό που έκανε τη συγκίνηση πιο έντονη –για την ιστορία, η «Λουτσία» είναι η πρώτη ολοκληρωμένη όπερα που παρουσιάστηκε στην Αθήνα επί Οθωνος. Αυτά τα συμβολικά ωθούσαν τη φαντασία μου, που πετούσε μαζί με τη μουσική, ώσπου η σκηνοθεσία της παράστασης την προσγείωσε ανώμαλα.
Η γερµανική «Λουτσία» ήρθε να προστεθεί στον κατάλογο με τις εκ Βορείου Ευρώπης απογοητευτικές παραστάσεις που όλο πιο συχνά παρακολουθώ. Επρόκειτο για μια ακαδημαϊκή, αλλά και γεμάτη (ηθελημένες ή μη) παρανοήσεις του λιμπρέτου και της μουσικής παραγωγής, όπου το έργο αποστραγγισμένο εντελώς από τον ρομαντισμό, την τρυφερότητα, την παραμυθένια διάστασή του σερβιριζόταν ως ένα ξερό, ακραία (και αντιπαθητικά) ρεαλιστικό χρονικό ενδοοικογενειακής βίας. Με αποκορύφωμα την περίφημη «σκηνή της τρέλας» όπου η (κατά Ντονιτσέτι) αδικημένη, ανυπεράσπιστη, συντετριμμένη, αέρινη σαν φάντασμα Λουτσία εμφανιζόταν ως μια ατσούμπαλη, υστερική κυράτσα που απειλούσε τους καλεσμένους στον γάμο της με ένα πιστόλι. Καμία χάρη, καμία τρυφερότητα, καμία συγκίνηση. Ή μάλλον, αλλού την αναζητούσα, από αλλού ήρθε η συγκίνηση. Γιατί με το που έπεσε η αυλαία της «Λουτσία» εγώ έπεσα πάνω στον βουρκωμένο Τσίπρα. Αντιπαραβάλλοντας το παγερό – αντιπαθητικό της παράστασης (αποτέλεσμα της βάναυσης κακοποίησης ενός έργου τέχνης, μιας στρεβλής αντίληψης για την όπερα που επαναλαμβάνεται στις «προχώ» παραγωγές με γερμανική υπογραφή) με τη ζεστασιά της εικόνας ενός δημόσιου άνδρα που (είτε συμφωνείς είτε διαφωνείς μαζί του, είτε πιστεύεις στο όραμά του είτε όχι) δίνοντας τη δική του παράσταση μιλάει για τη χώρα του και συγκινείται, σχεδόν μετάνιωσα που δεν είχα συντονιστεί εξαρχής με τη Βουλή. Σκέφθηκα όμως και ότι αυτό το αποτρόπαιο αλισβερίσι, η στυγνή αγοραπωλησία, το υπέρ πάντων συμφέρον που κυριαρχούσε στη γερμανική «Λουτσία», ήταν, είναι και θα είναι η πολιτική. Η οποία ασκείται με τους πιο αυστηρούς, απάνθρωπους, αποτρόπαιους για τις ανά την υφήλιο «Λουτσίες» όρους. Και που δεν έχει χώρο για συναισθηματισμούς. Με αυτά τα δεδομένα, όσο και αν θέλω να είμαι αισιόδοξος, υποψιάζομαι πως (για άλλη μια φορά) η «σκηνή της τρέλας» είναι όλη δική μας.
ΥΓ.: Πάντως υπάρχουν και όπερες («Οι Πουριτανοί», «Ντινόρα» κ.τ.λ.) όπου η πρωταγωνίστρια μετά τη «σκηνή της τρέλας» συνέρχεται και ζει βίο ευτυχή.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ