Το Βήμα, The New York Times

Προσπαθήστε να μιλήσετε για τις πολιτικές που χρειαζόμαστε σε μία παγκόσμια οικονομία που βρίσκεται σε ύφεση και κάποιος σίγουρα θα προσπαθήσει να τις αντικρούσει με το φάντασμα της Βαϊμάρης, ως το κατ’ εξοχήν παράδειγμα για τους κινδύνους των ελλειμμάτων στον προϋπολογισμό και της νομισματικής επέκτασης. Αλλά η ιστορία της Γερμανίας μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο αναφέρεται σχεδόν πάντα με έναν περιέργως επιλεκτικό τρόπο. Ακούμε χωρίς σταματημό για τον υπερπληθωρισμό του 1923, όταν ο κόσμος κουβαλούσε χειράμαξες γεμάτες μετρητά, αλλά δεν ακούμε τίποτε για τον πολύ πιο σχετικό αποπληθωρισμό των αρχών της δεκαετίας του 1930, καθώς η κυβέρνηση του καγκελάριου Μπρούνινγκ – έχοντας πάρει τα λάθος μαθήματα – προσπάθησε να υποστηρίξει τη σύνδεση της Γερμανίας με τον χρυσό με σκληρή λιτότητα.
Και τί συνέβη πριν τον υπερπληθωρισμό όταν οι νικητές Σύμμαχοι προσπάθησαν να κάνουν τη Γερμανία να πληρώσει τεράστιες αποζημιώσεις; Είναι και αυτή μία ιστορία που συνδέεται με τη σημερινή εποχή γιατί έχει άμεση σχέση με την κρίση στην Ελλάδα. Το νόημα είναι ότι τώρα, περισσότερο από ποτέ, είναι σημαντικό για τους ηγέτες της Ευρώπης να θυμηθούν τη σωστή ιστορία. Αν δεν το κάνουν το οικοδόμημα της Ευρώπης για την ειρήνη και τη δημοκρατία μέσω της ευημερίας, δεν θα επιβιώσει. Για τις αποζημιώσεις: η βασική ιστορία εδώ είναι ότι στη Βρετανία και στη Γαλλία, αντί να αντιμετωπίσουν την νεοϊδρυθείσα δημοκρατία της Γερμανίας ως πιθανό εταίρο, της συμπεριφέρθηκαν σαν κατακτημένο εχθρό, απαιτώντας αποζημιώσεις. Αυτό δεν ήταν καθόλου σοφό και η Γερμανία ήταν αδύνατο να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις για δύο λόγους. Πρώτον, η οικονομία της είχε ήδη καταστραφεί από τον πόλεμο.
Δεύτερον, το πραγματικό βάρος σε αυτή την ήδη συρρικνωμένη οικονομία θα ήταν πολύ μεγαλύτερο από τις άμεσες αποζημιώσεις στους εκδικητικούς συμμάχους. Στο τέλος, όπως ήταν αναμενόμενο, τα πραγματικά ποσά που συλλέχθηκαν από τη Γερμανία ήταν πολύ μικρότερα από αυτά που ζητούσαν οι Σύμμαχοι. Και αυτό υπονόμευσε τη δημοκρατία της Γερμανίας και δηλητηρίασε τις σχέσεις της με τους γείτονες. Κάτι που μας φέρνει στη σύγκρουση της Ελλάδας με τους δανειστές της. Μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι η Ελλάδα προκάλεσε μόνη της τα προβλήματα στον εαυτό της, αν και είχε μεγάλη βοήθεια από αυτούς που της δάνειζαν ανεξέλεγκτα. Σε αυτή τη φάση, ωστόσο, είναι γεγονός ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να αποπληρώσει το χρέος της στο σύνολό του. Η λιτότητα έχει καταστρέψει την οικονομία της, όπως η στρατιωτική ήττα είχε καταστρέψει τη Γερμανία – το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας συρρικνώθηκε κατά 26% από το 2007 έως το 2013, συγκρίσιμο με τη συρρίκνωση εκείνου της Γερμανίας από το 1913 μέχρι το 1919.
Παρά την καταστροφή η Ελλάδα πληρώνει τους πιστωτές της και έχει πρωτογενές πλεόνασμα. Και η νέα ελληνική κυβέρνηση έχει σκοπό να διατηρήσει αυτό το πλεόνασμα. Αυτό που δεν διατίθεται να κάνει είναι να τριπλασιάσει αυτό το πλεόνασμα όπως απαιτούν οι δανειστές και να συνεχίσει να έχει τεράστια πλεονάσματα τα επόμενα χρόνια. Τί θα συνέβαινε αν η Ελλάδα προσπαθούσε να παράγει αυτά τα τεράστια πλεονάσματα; Θα έπρεπε να περιορίσει ακόμη περισσότερο τις κυβερνητικές δαπάνες – αλλά δεν θα τελείωνε εκεί η ιστορία. Οι περικοπές έχουν ήδη οδηγήσει την Ελλάδα σε βαθιά ύφεση και περαιτέρω περικοπές θα κάνουν ακόμη πιο βαθιά την ύφεση. Η Ελλάδα θα έμπαινε σε έναν φαύλο κύκλο περικοπών. Επιπλέον, μία συρρικνούμενη οικονομία θα οδηγούσε και σε πτώση των ιδιωτικών δαπανών – ακόμη ένα έμμεσο κόστος της λιτότητας. Τί θα συνέβαινε αν η Ελλάδα απλά αρνιόταν να πληρώσει;
Τα κράτη του 21ου αιώνα δεν χρησιμοποιούν τους στρατούς τους ως χρεοσυλλέκτες. Αλλά υπάρχουν άλλα μέσα εξαναγκασμού. Γνωρίζουμε τώρα ότι το 2010 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα απείλησε να αφήσει το ιρλανδικό τραπεζικό σύστημα να καταρρεύσει αν η χώρα δεν συμφωνούσε σε ένα πρόγραμμα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Η απειλή υφίσταται και προς την Ελλάδα αλλά θέλω να πιστεύω ότι η κεντρική τράπεζα που τώρα έχει μία διαφορετική και πιο ανοιχτόμυαλη διοίκηση δεν θα προχωρήσει. Σε κάθε περίπτωση, οι ευρωπαίοι πιστωτές πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι η ελαστικότητα – δηλαδή να δώσουν την ευκαιρία στην Ελλάδα να ανακάμψει – είναι προς το δικό τους συμφέρον. Μπορεί να μην συμπαθούν την νέα αριστερή κυβέρνηση, αλλά είναι μία δεόντως εκλεγμένη κυβέρνηση της οποίας οι ηγέτες είναι, από όσα έχω ακούσει, ειλικρινά δεσμευμένοι προς στα δημοκρατικά ιδεώδη. Η Ευρώπη μπορεί να τα πάει πολύ χειρότερα – και αν οι δανειστές είναι εκδικητικοί θα το κάνει.