Ενας άνδρας κάθεται με το κεφάλι γερμένο, βαριά ακουμπισμένο στο χέρι του. Μπροστά του, υπερυψωμένο, ένα ανοιχτό φέρετρο. Μια νεαρή γυναίκα προσπαθεί να τον παρηγορήσει, ενώ του υπενθυμίζει ότι σε λίγο θα έρθει η νεκροφόρα να παραλάβει το φέρετρο για την κηδεία. Το βλέμμα του άνδρα πέφτει στα πόδια της νεαρής γυναίκας. Τη ρωτάει αν φοράει τις παντόφλες της νεκρής συζύγου του. Εκείνη το παραδέχεται. «Είναι αληθινή η γούνα;» τη ρωτάει με περιέργεια. «Δεν είναι γούνα, είναι χνούδι» του εξηγεί εκείνη. «Μα, αφού μοιάζει με γούνα» επιμένει εκείνος. «Οχι, είναι μια μπάλα από χνούδι. Τις κατασκευάζουν στο Λιντς» απαντά εκείνη.
Γούνα ή χνούδι; Η πιθανότητα ενός δεύτερου γάμου φαντάζει απίθανη μπροστά σε τέτοια διλήμματα. Μπορεί να ήταν υποκρίτρια η κυρία Μακ Λίβι, ο εξηντάρης χήρος όμως αισθάνεται πως δεν διαθέτει το υψηλό επίπεδο αντοχής που προϋποθέτει η σύζευξη με νεότερη γυναίκα –ειδικά όταν πρόκειται για μια καταφερτζού, όπως η νοσοκόμα Μακ Μάχον, που είχε και έχασε επτά συζύγους –έναν κάθε χρόνο, από τότε που έγινε δεκάξι. Η Μακ Μάχον αναζητεί τώρα τον όγδοο. Δεν θα είναι όμως ο κύριος Μακ Λίβι. Ο νεαρός Ντένις προσφέρει περισσότερα. Πού τα βρήκε τόσα λεφτά ένας υπάλληλος γραφείου κηδειών; Σίγουρα θα λήστεψε καμιά τράπεζα… Και πού θα τα κρύψει; Ο Χαλ, συνεργάτης και περιστασιακός εραστής του Ντένις, προτείνει να τα χώσουν στο φέρετρο της μητέρας του, της κυρίας Μακ Λίβι. Κανένας δεν θα σκεφτεί να ψάξει εκεί!
Ο Χαλ δεν μπορεί να πει ψέματα. Δεν του το επιτρέπει η ανατροφή του. Η νοσοκόμα θα ψαρέψει την αλήθεια και θα ζητήσει ποσοστά. Το φέρετρο είναι στενό, ένας από τους δύο πρέπει να βρει άλλο καταφύγιο: ή η τσάντα με τα λάφυρα ή η άρτι αποθανούσα κυρία Μακ Λίβι. Προφανώς οι νεκροί δεν έχουν λόγο σε τέτοια ζητήματα και εξάλλου ποια μάνα δεν θα έκανε στην άκρη για χάρη του παιδιού της; «Ωραία πόδια είχε για την ηλικία της η μαμά σου» σχολιάζει η Μακ Μάχον ενώ κάνει τη δουλειά. Την ίδια στιγμή ο Χαλ αποκαλύπτει τα σχέδιά του για τον οίκο ανοχής που ονειρεύεται να ανοίξει, τον καλύτερο στην Αγγλία, με γυναίκες από όλη την Ευρώπη, μια πόρνη-νάνο και μια Σπανιόλα να παρουσιάζει στους πελάτες χορούς από την πατρίδα της.
Το ταριχευμένο πτώμα γίνεται κούκλα ραπτικής, ένα γυάλινο μάτι κυλάει κάτω από τα έπιπλα, η νεκροφόρα παίρνει φωτιά στον δρόμο προς την εκκλησία και ο μυστηριώδης επισκέπτης που εισβάλλει στο σαλόνι των Μακ Λίβι επιμένει πως είναι υπάλληλος της Εταιρείας Υδρευσης. Με ποιο δικαίωμα, λοιπόν, προχωράει σε συλλήψεις; Είναι αστυνόμος ή εξωγήινος που λάμπει στο σκοτάδι; «Δεν είμαι διατεθειμένος να αποκαλύψω τα μυστικά της Εταιρείας» επιμένει ο Τράσκοτ. «Πρέπει να προστατέψω τους πελάτες μας». Παρά τη μυστικοπάθειά του, ο Τράσκοτ καταφέρνει να ξεμπροστιάσει τη Μακ Μάχον, σατανική σίριαλ κίλερ με χίλια ψευδώνυμα, που δηλητηρίασε, μεταξύ άλλων, και τη δόλια κυρία Μακ Λίβι. Ευτυχώς, τα λάφυρα είναι αρκετά για όλους. Ο Τράσκοτ δεν θα αρνηθεί ένα παχυλό μερίδιο. Και αν κάποιος πρέπει οπωσδήποτε να πάει στη φυλακή, τότε θα προτιμηθεί ο κ. Μακ Λίβι, ο μόνος που αρνείται να συμμετάσχει στο έγκλημα. «Είναι ωραίο να ξέρεις πως μπορείς ακόμη να βασιστείς στις Αρχές» θα συμφωνήσουν το ζεύγος των μικροαπατεώνων και η φίλη τους σίριαλ κίλερ, ενώ ο Τράσκοτ αποχωρεί υπερήφανος για τις υψηλές επιδόσεις της Αστυνομίας.
Η φρενήρης ενέργεια της φάρσας συναντά τον κομψό παραλογισμό των αφορισμών του Οσκαρ Γουάιλντ. Εδώ η τρέλα μιλάει με στυλ, η πιο εξωφρενική σκέψη εκφέρεται με καλοδιατυπωμένη φυσικότητα, την ίδια στιγμή που όλα τα δεδομένα ανατρέπονται εν ριπή οφθαλμού, ανερυθρίαστα: το πένθος γίνεται παραλήρημα, η κηδεία γίνεται ληστεία, οι νεκροί ξεγυμνώνονται, οι κακοί καλοπερνάνε, οι καλοί πάνε στη φυλακή κ.ο.κ. Αυτή είναι βέβαια η αποστολή της φάρσας, να φέρει τα πάνω κάτω για να δοκιμάσει τις ηθικές και αισθητικές αντοχές μας. «Κανένας δεν κατάφερε καλύτερα από τον Ορτον να αναβιώσει στην αγγλική σκηνή την ακρότητα και τη βία του κωμικού πνεύματος του φαρσέρ και να δημιουργήσει την πιο αγνή (και σπάνια) από τα παράγωγα της δραματικής τέχνης: τη χαρά».
Αυτή τη χαρά υποψιάζομαι πως ξεκίνησαν να ανακαλύψουν και οι συντελεστές της παράστασης που είδαμε στο θέατρο του Νέου Κόσμου. Δεν τα κατάφεραν όμως… Κείμενα όπως αυτό του Ορτον επιζητούν στην αναπαράστασή τους έναν ιδιότυπο συνδυασμό υποβόσκουσας «τρέλας» και φαινομενικής «κανονικότητας», έτσι ώστε το συνεχές παιχνίδι των λέξεων να αιφνιδιάζει μέσα από τις αντιθέσεις τού είναι και του φαίνεσθαι… όταν το πιο σοκαριστικό πράγμα λέγεται με τη μεγαλύτερη αταραξία. Αυτό προϋποθέτει εξαιρετική μελέτη και ακόνισμα των ρυθμών, των αποχρώσεων, των παύσεων, των μικροεκρήξεων, τόσο σε επίπεδο εκφοράς λόγου όσο και κινησιολογίας. Μπορεί η μετάφραση να προσέγγισε τον λόγο του συγγραφέα όσο το δυνατόν πιο εύστοχα και παιχνιδιάρικα (με εξαίρεση τις δυο-τρεις επιθεωρησιακού τύπου αναφορές στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα), σε καμία από τις ερμηνείες των ηθοποιών, όμως, δεν υπήρχε το υπόστρωμα παράνοιας που μπορεί ανά πάσα στιγμή να βάλει φωτιά στο κωμικό μείγμα. Ως αποτέλεσμα, το εγχείρημα τείνει περισσότερο προς το business as usual…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ