Αν κάποιος, βλέποντας τη μεγάλη διάσταση απόψεων ανάμεσα στη νέα ελληνική κυβέρνηση και τα ηγετικά στελέχη της ευρωζώνης, νομίζει ότι στήνεται ένα σκηνικό πολέμου παραγνωρίζει δύο κρίσιμους παράγοντες, έναν ιστορικό και έναν πολύ πρόσφατο. Ο ιστορικός είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση οικοδομήθηκε ακριβώς για να διαχειρίζεται συγκρούσεις και να μην τις αφήνει να εξελίσσονται σε ρήξεις και εθνική εχθρότητα. Με αυτή την πεποίθηση αντιμετώπισε αντιπαραθέσεις στους κόλπους της απείρως μεγαλύτερες της σημερινής, όπως η μακρά διένεξη με τη Βρετανία για τις επιστροφές πληρωμών και η προ δεκαετίας κρίση για τον Πόλεμο του Ιράκ.
Ο πρόσφατος παράγων είναι ότι έπειτα από πέντε χρόνια δισταγμών και προφάσεων η ευρωζώνη υιοθέτησε επιτέλους δύο επιθετικές πολιτικές για την αντιμετώπιση της ύφεσης και της ανεργίας: το μεν πακέτο ρευστότητας Ντράγκι θα διοχετεύσει περίπου 600 δισ. ευρώ το επόμενο διάστημα, ενώ το πακέτο Γιούνκερ άλλα 300 δισ. για επενδύσεις και υποδομές. Τα ποσά αυτά θα κατανεμηθούν σε όλες τις χώρες για να επιταχύνουν την ανάπτυξη, πράγμα που δευτερογενώς θα βοηθήσει εκ νέου όλες τις χώρες με την ανάκαμψη της συνολικής ζήτησης. Μετά την αποτυχία της θεωρίας των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών που τόσο βαθιά ύφεση προκάλεσε στις χώρες του Νότου, ίσως τώρα μπούμε στην αστερισμό του αναπτυξιακού πολλαπλασιαστή, όπως ήδη τα κατάφεραν οι ΗΠΑ, ακόμη και η Ιαπωνία. Αρκεί βέβαια να μην ξεσπάσει νέα κρίση στο ευρώ και τα κεφάλαια τότε πάνε στη χρηματοπιστωτική χοάνη για να αποκρουστούν οι κερδοσκοπικές επιθέσεις στο νόμισμα, όπως έγινε πριν από λίγο στη Ρωσία.
Για την Ελλάδα η χρηματοδοτική συγκυρία δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερη. Επειτα από μια πενταετία δημοσιονομικής καταστολής, μαζικής αποεπένδυσης και μεγάλης ανεργίας, η οικονομία μπορεί να αποκτήσει ρευστότητα, να σταθεροποιήσει το τραπεζικό σύστημα και να στηρίξει νέες επενδύσεις και θέσεις εργασίας. Βέβαια θα χρειαστεί μεγάλη κινητοποίηση γιατί εν τω μεταξύ έχουν αχρηστευτεί πολλοί παραγωγικοί μηχανισμοί, σημαντικό ανθρώπινο δυναμικό έχει φύγει και υπάρχει πάντα ο κίνδυνος τα χρήματα να πάνε για να καλύψουν παλιές και χρεωμένες επιχειρήσεις αντί για καινούργιες και δυναμικές. Ακόμη και αν συμμετέχει η Ελλάδα μόνο με την αναλογία 2% στο ΑΕΠ της ευρωζώνης, θα μπορεί να διεκδικήσει ένα ποσό γύρω στα 18 δισ. ευρώ τα επόμενα χρόνια για να χρηματοδοτήσει ένα πρόγραμμα ανόρθωσης και ανασυγκρότησης της οικονομίας.
Κατά συνέπεια, υπάρχουν σήμερα οι συνθήκες για μια έκβαση που θα είναι εκατέρωθεν επωφελής, τόσο για την Ελλάδα όσο και για την ευρωζώνη συνολικά. Σε ένα πλαίσιο κοινής ανάπτυξης και συνύπαρξης, πολλά άλλα δύσκολα ζητήματα που παραμένουν μπορούν να συζητηθούν με καλύτερους όρους. Από την ελάφρυνση των πληρωμών του χρέους και τις μεταρρυθμίσεις ως τη βαθμιαία οικοδόμηση μιας πιο συνεκτικής Ευρώπης με μηχανισμούς που θα μπορούν να προλαμβάνουν τις κρίσεις και όχι μόνο να καταπολεμούν τις συνέπειές τους εκ των υστέρων.

Οσο όμως προφανής και να είναι μια προοπτική εκατέρωθεν ωφέλειας, υπάρχουν κάμποσοι παράγοντες που είναι ικανοί να τη ματαιώσουν. Ο πρώτος κίνδυνος είναι η ιδεολογία και τα μετερίζια που η κάθε πλευρά χτίζει για να οχυρώσει τις εμμονές της. Από τη μια μεριά είναι οι συντηρητικοί κύκλοι της Ευρώπης που στο όνομα της νομισματικής ορθοδοξίας ακύρωσαν μια πιο αποφασιστική ανταπόκριση όταν πρωτο-εκδηλώθηκε η κρίση χρέους και επικεντρώθηκαν σε τιμωρητικές πολιτικές για να διορθώσουν τα απερίσκεπτα έθνη. Η εξασθένιση της ευρωπαϊκής συνοχής καθόλου δεν τους κλόνισε και μάλλον θα τους άρεσε να δουν μια μικρότερη και πιο καθαρόαιμη ευρωζώνη στα χνάρια του παλιού μάρκου. Η ύφεση όμως που έσπειραν τιμώρησε τελικά και τους τιμωρούς και ήδη πολλοί έχουν αναθεωρήσει την αρχική τους αδιαλλαξία. Από την άλλη είναι όσοι νομίζουν πως η πολιτική αντιπαράθεση γίνεται μεταξύ λαών και μάλιστα οι λαοί στην Ευρώπη χωρίζονται σε «περήφανους» που δικαιούνται τα πάντα και σε «συμβιβασμένους» που οφείλουν να τους τα δώσουν «εδώ και τώρα». Συχνά η τακτική αυτή χρησιμοποιεί υλικά που πολύ εύκολα μπορούν να στραφούν εναντίον της. Για παράδειγμα, η επίκληση μιας πολιτιστικής ετερογένειας της Ελλάδας σε σχέση με την Ευρώπη είναι μεν δημοφιλής σε όσους υποδαυλίζουν τον εγχώριο αντι-ευρωπαϊσμό, θα είναι όμως και πολύ βολική σε όσους θα ήθελαν να μας απομονώσουν, ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία. Το πρόβλημα περιπλέκεται επειδή πέρα από τα εμβατήρια, υπάρχουν και οι κοινωνικές κατηγορίες. Πώς άραγε να χωνέψει ένας φτωχότερος Πορτογάλος ή Σλοβάκος ότι πρέπει να χρεωθεί για έναν κατά μέσο όρο πλουσιότερο Κύπριο ή Ελληνα;

Η ακόμη πιο μεγάλη αυταπάτη όμως είναι να νομίζει κάποιος ότι κάθε φορά που ένας διεθνής συσχετισμός δεν είναι αυτόχρημα θετικός απέναντι σε μια χώρα, μπορεί να αλλάξει με δεδομένα εσωτερικής κινητοποίησης. Λες και οι άλλες χώρες αν υιοθετήσουν παρόμοια τακτική δεν μπορούν να κάνουν το ίδιο και να το εξουδετερώσουν. Ο πειρασμός να ενδώσει κάποιος σε μια ιδεολογική οχύρωση είναι μεγάλος. Γι’ αυτό και στην Ιστορία έχει εφευρεθεί ο «περίπατος στο δάσος» όπου οι ηγέτες μόνοι τους και χωρίς τους παιάνες εθνικής κατανάλωσης βρίσκουν πώς θα πορευτούν μαζί στον κοινό δρόμο που θα είναι εκατέρωθεν επωφελής. Αν ο δρόμος αυτός χαθεί, άλλος δεν υπάρχει.
Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο και πρώην υπουργός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ