Χρησιμοποιώ αυτή τη φράση από την ποίηση τού Ελύτη, για να αναφερθώ σε μερικές «πικρές» λέξεις που έχουν σημαδέψει τη ζωή μας τα τελευταία χρόνια, τα χρόνια τής οικονομικής κρίσης.

Κρίση.
Στο ερμηνευτικό λεξικό μου ορίζω τη (συναφή με το θέμα μας, υπ’ αριθμ. 7) σημασία τής κρίσης ως «η διατάραξη τής ομαλής πορείας μιας διαδικασίας, η κακή λειτουργία ή η έμπρακτη αμφισβήτηση καθιερωμένων (δομών, αξιών, θεσμών κ.λπ.)». Ως παραδείγματα δε χρήσεως δίνω: «η κρίση τής οικογένειας / τής πολιτικής / αξιών / θεσμών || ενεργειακή / εκπαιδευτική / οικονομική / τουριστική / χρηματιστηριακή / στρατιωτική || η κρίση εκδηλώνεται / ξεσπά / διαφαίνεται / διαγράφεται / σοβεί / επεκτείνεται / αντιμετωπίζεται || επιτροπή χειρισμού / διαχείρισης κρίσεων». Ως έβδομη, λοιπόν, σημασία αυτής τής πολύ δυνατής επικοινωνιακά λέξης (προηγούνται «η ικανότητα τού ανθρώπου να εμβαθύνει λογικά και να καταλήγει σε ορθά συμπεράσματα», «η εκτίμηση που εκφέρει κανείς για πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις» κ.ά.) είναι η δήλωση τής καταστάσεως που βιώνουμε σήμερα στην Ελλάδα.
Εχοντας βυθισθεί πρακτικά στην κρίση που οι ίδιοι με τις επιλογές μας προκαλέσαμε, έχουμε «το άλλοθι» ότι, τουλάχιστον γλωσσικά, τη σημασία που έχει η λέξη κρίση στην Οικονομία δεν την πλάσαμε εμείς. Είναι πλέον μια διεθνής λέξη που την έπλασαν οι ξένοι (γαλλ. crise, αγγλ. crisis, γερμ. Krise κ.λπ.) από τα Ελληνικά και την πήραμε κι εμείς μετά με τη νέα σημασία της. Ανήκει δηλ. στις λεγόμενες «ελληνογενείς λέξεις» που είναι κάποιες χιλιάδες. Ετσι μια λέξη που ξεκίνησε ως παράγωγο τού ρήματος κρίνω, το οποίο σήμαινε αρχικά «διαχωρίζω», περνώντας από κόσκινο υλικό κομμένο σε μικρά κομμάτια (η έννοια τού «κόβω» υπάρχει στα ομόρριζα καρπός, κέρμα, κορμός, κείρω, κουρά), έφτασε να σημαίνει (τι τραγική ειρωνεία…) πλήρη αδυναμία διαχωρισμού, διάκρισης, οργάνωσης και διαχείρισης πραγμάτων, καταστάσεων, εννοιών, μια πραγματική σύγχυση και ανατροπή που είναι, τελικά, το αποτέλεσμα τής κρίσης. Προϊόν αστοχίας και γλωσσικής σύγχυσης είναι και η επόμενη φράση.

Βιώσιμο χρέος!
Παλεύουμε ως χώρα και δοκιμαζόμαστε και εκλιπαρούμε τους δανειστές να δείξουν κατανόηση ώστε να γίνει το χρέος μας βιώσιμο; Μα βιώσιμος σημαίνει (ο ορισμός που δίνω στο λεξικό μου) «αυτός που έχει τη δυνατότητα ή μεγάλες πιθανότητες να επιζήσει, να επιβιώσει». Με αυτή την έννοια ζητάμε λ.χ. «να βρεθεί μια δίκαιη και βιώσιμη λύση για το Kυπριακό». Μ’ αυτό το πνεύμα μιλάμε και για «βιώσιμες επιχειρήσεις» ή για «βιώσιμη κυβέρνηση». Αυτό, λοιπόν, ζητούμε γλωσσικά και για το χρέος μας; Να επιβιώσει (μη τυχόν και μάς λείψει) και να μακροημερεύσει (βοήθειά μας…); Προφανώς, εννοιολογικά, σημασιολογικά και πραγματολογικά μιλάμε για άλλο αίτημα: να γίνει το χρέος μας διαχειρίσιμο, να μπορούμε να το διαχειριστούμε σύμφωνα με τις δυνατότητες που έχουμε και, κυρίως, να μειωθεί και να πάψει να είναι εθνικός βραχνάς. Δεν θέλουμε επ’ ουδενί να είναι βιώσιμο· θέλουμε να είναι εξυπηρετήσιμο, να μπορούμε να ανταποκριθούμε κατά το δυνατόν στις υποχρεώσεις που επιβάλλει και, τελικά, προσδοκούμε και επιδιώκουμε με τις απαραίτητες ρυθμίσεις να γίνει αντιμετωπίσιμο. Οχι βιώσιμο, προς Θεού! Κι αν αυτό πρέπει να πάψει να εξαρτάται από την τρόικα, ας το επιχειρήσουμε κι αυτό όσο δύσκολο κι αν είναι, αφού προηγουμένως -παρεμπιπτόντως –λύσουμε στην επικοινωνία μας το εύκολο θέμα τής κλίσης και τής χρήσης αυτής τής λέξης.

Τρόικα.
Οσοι χειρίζονται ή αναφέρονται στο δύσκολο αυτό από οικονομικοπολιτικής πλευράς θέμα, ας το χρησιμοποιούν τουλάχιστον σωστά στον λόγο τους. Ας μιλάνε, σε σωστά Ελληνικά, για «το πρόβλημα τής τρόικας», γιατί, όταν αναφέρονται σε «πρόβλημα τής τρόικα» χρησιμοποιώντας στα Ελληνικά τη λέξη σαν να ήταν άκλιτη, επιδεινώνουν απλώς -και γλωσσικά- το πρόβλημα. Γιατί οι ίδιοι είμαι βέβαιος ότι θα λένε σε αντίστοιχες περιπτώσεις τής μάνικας, τής φάμπρικας, τής φορμάικας, τής φυσαρμόνικας και όχι τής μάνικα ή τής φάμπρικα! Η τρόικα έχει μπει στο λεξιλόγιό μας (από τη Ρωσική) πολύ προτού δηλώσει τη γνωστή μας ευρωπαϊκή τρόικα, την οικονομική τριαρχία ή τριανδρία. Δήλωσε πρώτα (όπως γράφω στο λεξικό μου) «το ρωσικό έλκηθρο ή άμαξα που σύρεται από τρία άλογα» και «(στην πολιτική) ηγετική ομάδα ή αντιπροσωπία τριών προσώπων». Μην τιμωρούμε, λοιπόν, την τρόικα γραμματικώς διά τής ακλισίας, ας απαλλαγούμε τής τρόικας ουσιαστικά (πολιτικά και οικονομικά) και με σωστή τη γενική τής λέξης. Γιατί μπορεί η Κική η Δημουλά να επισημαίνει ποιητικά ότι «οι λέξεις φταίνε» γιατί «αυτές ενθάρρυναν τα πράγματα ν’ αρχίσουν να συμβαίνουν» και μπορεί ο φιλόσοφος τής γλώσσας John Austin να μάς εξηγεί «how to do things with words», αλλά τελικά δεν πρέπει να εκδικούμεθα γραμματικά διά των αλλοιωμένων καταλήξεων. Στο κάτω-κάτω, όπως γράφω αλλού, η τριαρχία ή τριανδρία δεν ξεκινάει με την οικονομική μας τρόικα, αλλά «Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση (1917) και τη διάσπαση των επαναστατών στη Σοβιετική Ενωση (1924-5) η λ. τρόικα χρησιμοποιήθηκε επίσης για να δηλώσει την ηγετική ομάδα (τριανδρία) που αποτελούσαν οι Ιωσήφ Στάλιν, Γκριγκόρι Ζινόβιεφ και Λέων Καμένεφ, στους οποίους αντετίθεντο ο Τρότσκι και οι οπαδοί του. Ετσι, η λ. κατέληξε να σημαίνει «πολιτική ηγεσία τριών προσώπων, ηγετική τριανδρία»».
Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής της Γλωσσολογίας, τ. πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ