Η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους μπορεί να ελεγχθεί με διάφορους τρόπους. Ωστόσο, ο κύριος τρόπος είναι μέσω του ελέγχου τού κατά πόσο γίνεται σεβαστός ο λεγόμενος διαχρονικός προϋπολογισμός (ή εισοδηματικός περιορισμός) της κυβέρνησης.

Σύμφωνα με αυτόν, το τρέχον δημόσιο χρέος θεωρείται μη βιώσιμο ή μη διαχειρίσιμο όταν υπερβαίνει τα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα που αναμένεται να πραγματοποιηθούν τα επόμενα χρόνια. Με άλλα λόγια, η βιωσιμότητα ή μη του τρέχοντος δημόσιου χρέους εξαρτάται από τις προσδοκίες που υπάρχουν για τις μελλοντικές δημόσιες δαπάνες και τα μελλοντικά φορολογικά έσοδα.
Για παράδειγμα, σήμερα οι αγορές πιστεύουν ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος δεν είναι βιώσιμο (αυτή η πεποίθηση αντανακλάται στα λεγόμενα spreads). Στην ουσία, αυτό σημαίνει ότι οι αγορές πιστεύουν πως τα επόμενα χρόνια δεν μπορούν να αυξηθούν τα φορολογικά έσοδα όσο θα έπρεπε ή ότι δεν μπορούν να μειωθούν οι δαπάνες όσο θα έπρεπε ώστε τα αποκατασταθεί η ισότητα μεταξύ του τρέχοντος δημόσιου χρέους και των μελλοντικών πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων.
Αλλά τι είναι αυτό που διαμορφώνει αυτές τις «φτωχές» προσδοκίες για την εξέλιξη των μελλοντικών δημοσιονομικών μεγεθών; Η απάντηση κρύβεται στις απαισιόδοξες εκτιμήσεις όσον αφορά τους μελλοντικούς ρυθμούς ανάπτυξης και την αναποφασιστικότητα υλοποίησης αναγκαίων μεταρρυθμίσεων.
Αν θεωρήσουμε τους χαμηλούς μελλοντικούς ρυθμούς ανάπτυξης δεδομένους (και άρα και τα χαμηλά μελλοντικά φορολογικά έσοδα ως δεδομένα) και αν θεωρήσουμε ότι οι πόροι του δημόσιου τομέα (ο δημόσιος τομέας απορροφά περίπου το μισό του εθνικού προϊόντος) δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν πιο αποδοτικά, τότε πράγματι το τρέχον δημόσιο χρέος δεν είναι βιώσιμο και άρα θα πρέπει να αναμένεται νέα απο-μείωσή του (νέο κούρεμα), με ό,τι καταστρεπτικό αυτό συνεπάγεται στην περίπτωση που θα γίνει μονομερώς. Φυσικά, ακόμη και αν γίνει ένα σημαντικό νέο κούρεμα, αν δεν υπάρξουν ανάπτυξη και μεταρρυθμίσεις, πολύ σύντομα το χρέος θα ξαναγίνει μη βιώσιμο για τους ίδιους ακριβώς λόγους.
Η εδραίωση σταθερότητας στην οικονομία, ένα σωστό μείγμα φορολογικής πολιτικής και η υλοποίηση αναγκαίων μεταρρυθμίσεων κυρίως στον δημόσιο τομέα είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε ανάπτυξη και συνεπακόλουθη –λόγω διεύρυνσης της φορολογικής βάσης –αύξηση των φορολογικών εσόδων, να αποκαταστήσουν τη σχέση ισορροπίας μεταξύ του τρέχοντος δημόσιου χρέους και των αναμενόμενων πρωτογενών πλεονασμάτων και εντέλει να επαναφέρουν την έννοια της βιωσιμότητας αργά-αργά μεν αλλά ομαλά. Εκπλήξεις (όπως η επιβολή νέων αντιαναπτυξιακών φόρων), ανακοίνωση πολιτικών που είναι εμφανές ότι συγκρούονται μεταξύ τους (και άρα δεν είναι αξιόπιστες και οδηγούν σε πανικό και φυγή των λιγοστών παραγωγικών πόρων) αλλά και αναβολή της υλοποίησης μεταρρυθμίσεων (που όλοι συνομολογούν ότι χρειάζονται) θα δώσουν τη χαριστική βολή σε μια οικονομία που επιμένει να πορεύεται ενάντια σε ολόκληρη τη διεθνή πρακτική εδώ και πολλά χρόνια.
Η σημασία των ρυθμών ανάπτυξης στη διόγκωση ή αποκλιμάκωση του χρέους είναι κάτι παραπάνω από εμφανής γενικότερα αλλά και ειδικότερα όσον αφορά τη χώρα μας. Σύμφωνα με μελέτες της ΕΕ (Report on Public Finances in EMU 2013), μεταξύ των τριών παραγόντων που γενικά συμβάλλουν στην αύξηση του δημόσιου χρέους (πρωτογενή ελλείμματα, δαπάνες για την αποπληρωμή του υπάρχοντος χρέους και φτωχοί ρυθμοί ανάπτυξης) είναι το τελευταίο (δηλαδή οι φτωχοί ρυθμοί ανάπτυξης) που έχει παίξει τον καθοριστικό ρόλο στη διόγκωση της σχέσης του δημόσιου χρέους ως προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν τα τελευταία χρόνια. Συνεπώς, η επιστροφή σε βιώσιμη ανάπτυξη είναι το κλειδί της αποκλιμάκωσης του ελληνικού δημόσιου χρέους. Και η επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης είναι θέμα πολιτικής και κοινωνικής επιλογής.
* Οι κ.κ. Γιώργος Οικονομίδης και Αποστόλης Φιλιππόπουλος είναι, αντίστοιχα, αναπληρωτής καθηγητής και καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.