Κατ’ αρχάς είναι εξαιρετικά αδέξιος. Και αυτή η αδυναμία του εγκεφάλου να στείλει ξεκάθαρες εντολές προς τα μέλη του σώματός του φέρνει τον Γκολιάτκιν διαρκώς σε δύσκολη θέση. Στη δεξίωση προς τιμήν της Κλάρας Ολσούφιεβνα σκοντάφτει σ’ έναν αξιωματούχο, τσαλαπατάει το φόρεμα μιας σεβάσμιας γηραιάς κυρίας, το σκίζει. Χλωμός και ταραγμένος, «κακοποιεί» χορευτικά τη νεαρή εορτάζουσα, προκαλεί τα ουρλιαχτά της, το μένος των παρευρισκομένων, την ατιμωτική εκδίωξή του από το λαμπερό κοινωνικό γεγονός, στο οποίο ούτως ή άλλως μάλλον δεν ήταν ευπρόσδεκτος… «Μήπως είναι προτιμότερο να υποκριθώ πως δεν είμ’ εγώ αλλά κάποιος που μου μοιάζει καταπληκτικά και να κάνω σαν να μη συμβαίνει τίποτα;» αναρωτιέται ενοχλημένος σε μια στιγμή πανικού.
Κακόβουλα βλέμματα


Το πλήθος συγκεντρώνεται. Οι ψίθυροι πολλαπλασιάζονται. Τα κακόβουλα, σοκαρισμένα βλέμματα κολλάνε επάνω του. «Οι καρέκλες είναι πιασμένες» επιμένει. Δεν το ήθελε. Ηθελε να σταθεί διακριτικά σε μια γωνιά, χωρίς να ενοχλεί κανέναν. Αδύνατον. Η κοινωνική ατίμωση, αναπόφευκτη. Η ντροπή, τεράστια: «…Ηθελε όχι μόνο να ξεφύγει από τον εαυτό του αλλά και να εκμηδενίσει τον εαυτό του, να πάψει να υπάρχει, να ξαναγίνει χώμα».
Κάθε προσπάθεια να κερδίσει τη συμπάθεια του οικοδεσπότη ή την εύνοια του προϊσταμένου του βουλιάζει στο κενό. Κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί, πασχίζει να βρει τα πιο ταιριαστά λόγια που θα αναδείξουν τις ευγενείς, άδολες προθέσεις του, θα αποδείξουν την ακεραιότητα του χαρακτήρα του, πάντοτε όμως το αποτέλεσμα κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση από την επιδιωκόμενη. Νιώθει διαρκώς να τον υπονομεύουν. Οι εχθροί του δεν το βάζουν κάτω: «…Ηξερε από καιρό ότι κάτι μαγείρευαν, ότι είχαν ήδη στην εφεδρεία κάποιον άλλον». Δεν θα τους έκανε τη χάρη όμως. Δεν θα σταματούσε να αγωνίζεται. Θα του έδειχνε αυτού του «άλλου» που εμφανίστηκε από το πουθενά εκείνο το μοιραίο βράδυ του εξευτελισμού μέσα στους χιονισμένους δρόμους της Αγίας Πετρούπολης. Τι σημασία είχε που ήταν ολόιδιοι, σαν σιαμαίοι; Τι σημασία είχε που είχαν το ίδιο όνομα; Δεν θα άφηνε αυτή την ομοιότητα να σταθεί εμπόδιο στη σχέση τους. Ο Γκολιάτκιν ο πρεσβύτερος ήταν διατεθειμένος να κάνει μεγάλες υπερβάσεις προκειμένου να γίνουν φίλοι με τον σωσία του, τον Γκολιάτκιν τον νεότερο. Κι ας έβρισκε τη συμπεριφορά του τελευταίου απωθητική: «Εκανε χειραψία με τον έναν, χτυπούσε χαϊδευτικά στην πλάτη τον άλλον, αγκάλιαζε έναν τρίτο (…) και όλοι χαίρονταν που τον έβλεπαν, όλοι τον συμπαθούσαν, όλοι τον παίνευαν και τον ανέβαζαν ως τα ουράνια, όλοι μαζί, σαν χορωδία, διακήρυσσαν ότι η προσήνεια και το χιούμορ του ήταν απείρως ανώτερα από την προσήνεια και το χιούμορ του πραγματικού κυρίου Γκολιάτκιν…».
Ο σωσίας του έκανε με τρομερή επιτυχία όλα αυτά που ο ίδιος, ο «πραγματικός» Γκολιάτκιν, αρνούνταν να κάνει: να πει αστεία, να κολακέψει, να ελιχθεί με χάρη, να εξασκήσει τη γοητεία του. Και τώρα ο αυθάδης νέος τον έδιωχνε από την ίδια τη ζωή του. Πού είχε φταίξει; αναρωτιόταν. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει από την αγωνία. Ο γιατρός τον είχε προειδοποιήσει. Του είχε πει ότι πρέπει να αλλάξει ζωή και επίσης να αλλάξει χαρακτήρα. Να υιοθετήσει τις συνήθειες των πολλών. Να διασκεδάζει. Να βγαίνει από το σπίτι του. Ο κύριος Γκολιάτκιν όμως δεν έβλεπε με θετική ματιά τις προτροπές του γιατρού του. Δεν ήθελε να είναι σαν τους άλλους ανθρώπους. «Εγώ, Κριστιάν Ιβάνοβιτς, αγαπώ τη γαλήνη και την ησυχία και όχι όλον αυτόν τον μοντέρνο σαματά» λέει στον γιατρό του. «Είμαι ένας απλός, διόλου μπερδεμένος άνθρωπος και δεν σκοπεύω να διακριθώ στην κοινωνία. Με την έννοια αυτή αφήνω κάτω τ’ άρματα. Χαμηλώνω το ξίφος, με άλλα λόγια».
Απειλητικός κλοιός


Μέσα στον υποβλητικά φωτισμένο χώρο της σκηνής ο ήρωάς μας (Αρης Σερβετάλης) προσπαθεί να φορέσει τα ρούχα του και να αρχίσει τη μέρα του. Μάταια: ένας άλλος άνδρας –ο υπηρέτης του; –δεν τον αφήνει να ολοκληρώσει τη ρουτίνα του. Του κατεβάζει το παντελόνι, του σηκώνει το πουκάμισο. Και ξανά από την αρχή. Του κατεβάζει το παντελόνι, του σηκώνει το πουκάμισο. Με τα χίλια ζόρια ο ήρωάς μας τα καταφέρνει να ντυθεί. Δεν τελειώνουν όμως εκεί τα βάσανά του. Τέσσερις-πέντε άνθρωποι, πανομοιότυπα ντυμένοι και χτενισμένοι, τον ακολουθούν παντού. Είτε αντικατοπτρίζουν τις κινήσεις του είτε φτιάχνουν έναν σφιχτό, απειλητικό κλοιό γύρω του. Στη σκηνή της δεξίωσης του παίρνουν τις καρέκλες και δεν τον αφήνουν να καθήσει πουθενά. Φράσεις από το μυθιστόρημα ακούγονται επιλεκτικά: «Δειλία, αυτό είναι το χαρακτηριστικό μου», «Κοκκινίζω. Πασχίζω να φανώ όσο πιο μικρός γίνεται» κ.ο.κ.
Γίνεται εμφανής από νωρίς η προσπάθεια της σκηνοθεσίας να δημιουργήσει ένα ονειρικό, εσωστρεφές ψυχολογικό τοπίο όπου βρίσκεται κανείς αντιμέτωπος με τους δαίμονές του. Δυστυχώς η υλοποίηση αποδεικνύεται τόσο σχηματική ώστε δεν μπορούμε ουσιαστικά να «εισπράξουμε» τίποτε πέρα από μερικά βασικά, πρωταρχικά ερεθίσματα, μερικές «εντυπώσεις» πρώτου επιπέδου. Φως/σκοτάδι, μόνος/πολλαπλός, μαζί/χώρια κ.ο.κ. Η αργή κίνηση και η επανάληψη σύντομων «φράσεων» που οδηγούν σε ένα σύμπλεγμα φράσεων, κινήσεων κ.τ.λ. –φόρμες που κατάγονται από το χοροθέατρο (και όχι μόνο) –δεν είναι από μόνες τους αρκετές να αναδείξουν τον πλούτο του ντοστογεφσκικού κόσμου. Μια κινησιολογική εμμονή –και μάλιστα τόσο χιλιοϊδωμένη –δεν συνιστά ολοκληρωμένη πρόταση. Μένουμε τελικά με την αίσθηση ότι οι συντελεστές της παράστασης, στέκοντας στην όχθη του «Σωσία», ίσα που έβρεξαν τα δάχτυλα του ενός ποδιού τους…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ