Την περασμένη Παρασκευή η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου έστησε σκηνικό απόλυτης ρήξης με την τρόικα και μεγάλης αμφισβήτησης με τη Γερμανία.
Οι τοποθετήσεις πρώτα του πρωθυπουργού κ. Αλ. Τσίπρα και ακολούθως του υπουργού Οικονομικών κ. Ι. Βαρουφάκη προς τον ολλανδό πρόεδρο του Eurogroup κ. Γερούν Ντάισελμπλουμ δεν άφησαν κανένα περιθώριο αμφιβολιών ή παρερμηνειών για τη στάση της Αθήνας.
Το μήνυμα ήταν σαφές, καθαρό και συνάμα επιθετικό: «Δεν αναγνωρίζουμε την τρόικα γιατί είναι εξωθεσμική, ούτε συζητούμε το προηγούμενο πρόγραμμα επειδή καταψηφίστηκε από τον ελληνικό λαό».
Για να διευκρινίσουν στη συνέχεια ότι «συζητούμε μόνο με τις θεσμοποιημένες αρχές της Ευρωπαϊκής Ενωσης ένα νέο πρόγραμμα-γέφυρα, με μεταρρυθμίσεις, μέτρα και πολιτικές που θα στηρίζουν την επίτευξη πρωτογενώς ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, με μικρότερα όμως πλεονάσματα, ώστε να διοχετευθούν πόροι για τον έλεγχο της ανθρωπιστικής κρίσης και την ενίσχυση της ανάπτυξης».
Η αμφισβήτηση της ως τώρα ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής είναι ευθεία, χτυπάει στο κέντρο των αντιλήψεων που επικρατούν στην κυριαρχούμενη από το Βερολίνο Ευρώπη και δεν αφήνει παρά ελάχιστα περιθώρια συνεννόησης με την καγκελάριο Μέρκελ και τον υφιστάμενό της Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Και ως τέτοια την αντιμετώπισε η πλειοψηφία των ευρωπαϊκών και διεθνών μέσων ενημέρωσης, διαμορφώνοντας κλίμα ιδιαιτέρως αρνητικό για τη νέα ελληνική κυβέρνηση.
Ηδη στη Γερμανία περιγράφουν τον κ. Τσίπρα ως απειλή για την Ευρώπη, ως έναν παράταιρο εταίρο που κινείται στο αντίθετο ρεύμα και οδηγείται σε μια σύγκρουση χωρίς τύχη.
Στην Αθήνα δε οι πολιτικοί αντίπαλοι του Πρωθυπουργού μιλούν για τρέλα, για επιλογές που οδηγούν τη χώρα στα βράχια και τον λαό σε μέρες δύσκολες, με απρόβλεπτη κατάληξη και ανυπολόγιστο κόστος.
Οι απομονωμένοι τραπεζίτες μάλιστα προετοιμάζονται για τα χειρότερα, καθώς διαισθάνονται έντονη την αντίδραση των αγορών και αναμένουν τον αποκλεισμό τους από τις χρηματοδοτήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Ευλόγως λοιπόν τίθεται το ερώτημα αν οι κ.κ. Τσίπρας και Βαρουφάκης έχουν αίσθηση των κινδύνων ή έστω διαθέτουν κάποιες εγγυήσεις ότι θα βγουν κερδισμένοι από αυτή την τόσο σφοδρή σύγκρουση με σκληρούς Κεντροευρωπαίους.
Ο κ. Τσίπρας πίστευε και πιστεύει ότι δεν μπορεί η Ευρώπη να αγνοήσει τη νωπή ετυμηγορία του ελληνικού λαού, ούτε να αρνηθεί ένα νέο σχέδιο αντιμετώπισης της κρίσης, που θα στηρίζεται στις μεταρρυθμίσεις, θα εγγυάται τη δημοσιονομική σταθερότητα, θα κινητοποιεί τις αναπτυξιακές δυνάμεις της χώρας και θα καλύπτει τις ανάγκες των φτωχότερων Ελλήνων.
Επιπλέον, πιστεύει ότι δεν είναι μόνος του σε αυτό τον πόλεμο.
Υπολογίζει στη δεδηλωμένη αμερικανική συμπαράσταση, αναμένει τη στήριξη των Γάλλων και των Ιταλών και ελπίζει σε ένα πανευρωπαϊκό κύμα συμπαράστασης από κοινωνικές και πνευματικές δυνάμεις που θεωρούν την τρέχουσα ευρωπαϊκή πολιτική καταστροφική και περισσότερο απειλητική από τη δική του αμφισβήτηση των Βρυξελλών, της Φρανκφούρτης και του Βερολίνου.
Και το κυριότερο όλων, πιστεύει βαθιά ότι ο ελληνικός λαός είναι μαζί του, ότι οι πολίτες είδαν για πρώτη φορά την κυβέρνησή τους να διαπραγματεύεται πραγματικά και να ορθώνει ανάστημα απέναντι στις καταστροφικές πολιτικές των προηγούμενων τεσσάρων ετών. Αποκρούει έτσι τους φόβους και τις ανησυχίες που αναπτύσσονται στη χώρα και μεταδίδει ότι στο τέλος θα κερδίσει την παρτίδα σκληρού πολιτικού πόκερ που ξεκίνησε με τους εταίρους.
Θα έλεγε κανείς ότι είναι θιασώτης του δόγματος που θέλει τη σύγκρουση να προηγείται ενός έντιμου συμβιβασμού. Αρκεί βεβαίως η σύγκρουση να μην είναι απολύτως καταστροφική για εμάς.