Κάθε καλοκαίρι ταξίδευαν σε έναν νέο κοσμικό προορισμό: πότε στο Λίντο, πότε στο Ριτς της Μαδρίτης, πότε στο Μπίαριτς… Ηταν διάσημο ζευγάρι. Κανένας δεν έλεγε «ο Σεμπάστιαν και η μητέρα του», αλλά «η Βάιολετ και ο Σεμπάστιαν… ο Σεμπάστιαν και η Βάιολετ…». Η τελευταία σφύζει από περηφάνια καθώς αφηγείται τα περασμένα μεγαλεία στον γιατρό Τσουκρόβιτς. «Σε κάθε μας εμφάνιση η προσοχή στρεφόταν πάνω μας. Ολοι οι άλλοι έσβηναν μπροστά μας» αναπολεί η κυρία Βέναμπλ κι επιμένει σθεναρά: Οχι, ο Σεμπάστιαν δεν ήταν ένα κακομαθημένο πλουσιόπαιδο που ξόδευε την οικογενειακή περιουσία σε ακριβές απολαύσεις ανά την υφήλιο· ήταν πρωτίστως ένας ποιητής. Ενας καλλιτέχνης που χρησιμοποιούσε ως πρώτη ύλη τη ζωή του, τις περιπέτειές του σε καινούργια κάθε χρονιά μέρη, για να συνθέτει τα «Ποιήματα του καλοκαιριού». Ενα για κάθε καλοκαίρι, είκοσι πέντε συνολικά για όλα τα καλοκαίρια που περάσανε μαζί. Η μητέρα του φρόντιζε να καλλιεργεί τις κατάλληλες συνθήκες γύρω από την εύθραυστη ιδιοσυγκρασία του γιου της. «Η έμπνευση ενός ποιητή κρέμεται από κάτι λεπτό και ευαίσθητο σαν τον ιστό μιας αράχνης, γιατρέ. Αυτό και μόνο τον σώζει από τον αφανισμό… Λίγοι, ελάχιστοι είναι ικανοί να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους. Χρειάζονται μεγάλη βοήθεια. Εγώ του την έδωσα! Αυτή όχι!» υποστηρίζει η Βάιολετ Βέναμπλ, καθώς έρχεται αντιμέτωπη με την Κάθριν Χόλι, ανιψιά της και τελευταίο συγγενικό πρόσωπο που είδε ζωντανό τον Σεμπάστιαν πέρυσι το καλοκαίρι…
Αν στις διακοπές με τη μητέρα του ο Σεμπάστιαν λειτουργούσε ως εστέτ καλλιτέχνης που κρατούσε ανελλιπώς σημειώσεις για το ετήσιο πόνημά του, στις τελευταίες διακοπές, αυτές που έκανε με την εξαδέλφη του στην Καμπέθα ντε Λόμπο, δεν κατάφερε να γράψει ούτε μία αράδα. Αντί της συγγραφής, το υψηλό γούστο του επιδόθηκε σε «ρυπαρές» επιλογές τοποθεσιών και ερωτικών συντρόφων. Αντί για τη συντροφιά όμορφων καλοντυμένων νέων, προτιμούσε μαυριδερά πεινασμένα χαμίνια, τα ίδια αυτά που προκάλεσαν το φρικτό τέλος του με τρόπο αδιανόητο και σκανδαλώδη για την ηθική της μητέρας του.
Ποιος ήταν τελικά ο Σεμπάστιαν; Ενας πραγματικός καλλιτέχνης ή ένας ευκαιριακός ποιητής; Ενας λάτρης της ομορφιάς και της πνευματικής εκλέπτυνσης ή ένας ριψοκίνδυνος εξερευνητής των πιο σκοτεινών ατραπών; Και οι δύο πλευρές περιέχουν η καθεμία την αλήθεια της. Οπως η Βάιολετ εξυμνεί τον αφοσιωμένο δημιουργό που αναζητούσε τον Θεό, έτσι και η Κάθριν καταθέτει τη μαρτυρία της για την ομοφυλοφιλία και τον βίαιο θάνατο του ίδιου αυτού προσώπου, απογυμνωμένου από το μητρικό φίλτρο. Αυτό στο οποίο και οι δύο συμφωνούν είναι ότι ο Σεμπάστιαν βρισκόταν απόλυτα εξαρτημένος από τη Βάιολετ όσον αφορούσε την παραγωγικότητά του. «Χωρίς εμένα πέθανε πέρυσι το καλοκαίρι, αυτό ήταν το τελευταίο καλοκαιρινό ποίημά του» λέει η Βάιολετ στον γιατρό. Μόνο στο τέλος καταλαβαίνουμε την τραγική ειρωνεία που κρύβεται πίσω από αυτή τη φράση. «Μέσα από μια υψηλά ρομαντική χειρονομία, το σώμα του ποιητή γίνεται το κείμενό του, το δώρο του στον αναγνώστη» γράφει ο Ρόμπερτ Φ. Γκρος. Ο θάνατος του Σεμπάστιαν παρουσιάζεται ως το ύστατο δημιούργημά του και η περιγραφή του διαμελισμένου σώματός του, αν και συνδέεται έντονα με ένα μυθικό/θρησκευτικό παρελθόν (μορφών όπως του Πενθέα, του Ορφέα, του Οσιρι), εστιάζει τελικά περισσότερο στο αισθητικό θέαμα: «…κι έμοιαζε με κόκκινα τριαντάφυλλα τυλιγμένα σε άσπρο χαρτί, ένα μεγάλο μπουκέτο που το έσκισαν, το πέταξαν και το έλιωσαν πάνω στον κάτασπρο, πυρακτωμένο τοίχο» καταλήγει η Κάθριν την περιγραφή της. Στο «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι» η αισθητική διάσταση υπερβαίνει ακόμη και την πιο οδυνηρή εμπειρία, αυτή του θανάτου: τόσο η ηθική (η αναζήτηση της αλήθειας) όσο και η θρησκεία (η αναζήτηση του Θεού) δεν είναι παρά τα μέσα προς της επίτευξη ενός σκοπού –της Τέχνης.
Κάθε προσπάθεια εκ μέρους του συγγραφέα να οικοδομηθεί ένα μυστήριο γύρω από το αντιφατικό πρόσωπο του νεκρού Σεμπάστιαν παραμερίζεται αγόγγυστα στην παράσταση που σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Μαυρίκιος. Ετσι, μια εκκωφαντική διάθεση κυριολεξίας διαπερνά τα κινηματογραφημένα ένθετα μέρη της παράστασης που φέρουν την υπογραφή του Χρήστου Δήμα. Ξεκινάμε με σαρκοβόρα φυτά επί το έργον και όρνεα που επιτίθενται στα χελωνάκια των νήσων Γκαλάπαγκος, στιγμιότυπα που περιγράφονται πλήρως από τον Τενεσί Γουίλιαμς και δεν παρουσιάζουν καμία ανάγκη ρεαλιστικής «εικονογράφησης». Στη συνέχεια βλέπουμε κοντινά πλάνα με δακρυσμένα ή σπινθηροβόλα μάτια, το βαλς ρομαντίκ της Βάιολετ και του Σεμπάστιαν, και, τέλος, πολλές φορές, τον τελευταίο να ποζάρει δίπλα σε κίονες, φορώντας χιτώνα αλλά και σατέν πορφυρή εσάρπα –την ίδια που κρατάει επί σκηνής η Κάθριν εις ανάμνηση του αποθανόντος εξαδέλφου της. Ημίγυμνοι άνδρες που φιλιούνται από φωτογραφίες του 1950 αλλά και ο «δικός μας» σε ομοφυλοφιλικές τύπου Αρλεκιν φαντασιώσεις να ασπάζεται τον νεαρό ξανθό ψυχίατρο.
Η Μπέττυ Αρβανίτη διασώζει μερικώς τη Βάιολετ Βέναμπλ: τόσο σε επίπεδο εικόνας όσο και επίπεδο στησίματος ή ομιλίας, είναι μια επιβλητική, αγέλαστη grande dame που καταδιώκει την ανυπεράσπιστη φτωχή ανιψιά της, προκειμένου να την εμποδίσει να «βεβηλώσει» την υστεροφημία του Σεμπάστιαν. Θα μπορούσε νομίζω να σμιλέψει ένα πιο σύνθετο πορτρέτο, που να ξεπερνά το αρχετυπικό επίπεδο «κακιάς γοτθικού μυθιστορήματος» και να εισβάλλει σε πιο βαθιά νερά… Εντελώς αμήχανος ο Αλέξανδρος Βάρθης στον ρόλο του γιατρού Τσουκρόβιτς, ενώ τη μεγαλύτερη συμπόνια προκαλεί η δύσμοιρη Λουκία Μιχαλοπούλου ως Κάθριν: η νεαρή ηθοποιός καθοδηγείται σκηνοθετικά σε μια απίστευτη υποκριτική υπερβολή δίχως όριο, που κορυφώνεται όταν, στο τελευταίο μέρος των «αποκαλύψεων», καλείται να αποκαλύψει και αυτή το γυμνό σώμα της συμμετέχοντας άθελά της σε ένα κρεσέντο ατυχούς ρεαλισμού.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ