Χθες η κυβέρνηση ανακοίνωσε την ακύρωση του διαγωνισμού του ΤΑΙΠΕΔ για την παραχώρηση των 14 περιφερειακών αεροδρομίων σε ιδιώτες επενδυτές για 40+10 χρόνια, στον οποίο πλειοδότης είχε αναδειχθεί πρόσφατα η κοινοπραξία της Γερμανικής Fraport και της Slentel του ομίλου Κοπελούζου.
Είναι δικαίωμα κάθε κυβέρνησης να χαράσσει την πολιτική της, ακόμη και ανατρέποντας τις αποφάσεις των προκατόχων της. Άλλωστε, ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ενάντια σε αυτόν τον διαγωνισμό, όπως και στο πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων συνολικά. Έτσι, η ακύρωση του διαγωνισμού, για τον οποίο υπήρξαν ενστάσεις από πολλές πλευρές, δεν ξένισε κανέναν.
Άλλωστε, ακόμη και η πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος του ΤΑΙΠΕΔ του 2013 ξεκαθάριζε ότι ο διαγωνισμός μπορεί να ακυρωθεί ανά πάσα στιγμή και υποχρέωνε τους συμμετέχοντες να παραιτηθούν από τυχόν αξιώσεις, μεταφέροντας κάθε πιθανή νομική διένεξη στα ελληνικά δικαστήρια. Πρόκειται για πάγιο όρο στην διεθνή άγορά. Συμβαίνουν αυτά.
Ωστόσο, τα αεροδρόμια και η οικονομία δεν μπορούν να περιμένουν. Υποχρέωση της κυβέρνησης είναι να παρουσιάσει ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των αεροδρομίων της χώρας, τα οποία, με την εξαίρεση της Θεσσαλονίκης, των Χανίων και της Σκιάθου, όπου βρίσκονται σε εξέλιξη σημαντικά έργα, χρήζουν μεγάλων παρεμβάσεων και είναι στο σύνολό τους προβληματικά, αφού δεν μπορούν να υπηρετήσουν τον στόχο ενός αναβαθμισμένου τουριστικού προϊόντος.
Οι επενδύσεις που χρειάζονται είναι μεγάλες, ενώ η αναβάθμιση του επιπέδου της καθημερινής λειτουργίας τους απαιτεί μία εξ ολοκλήρου νέα προσέγγιση, την οποία το δημόσιο από μόνο του ουδέποτε κατάφερε να αποκτήσει.
Και κάπου εκεί έρχεται η ώρα της αλήθειας. Εθνικοί πόροι δεν υπάρχουν και τα χρήματα της Ε.Ε. από το νέο ΕΣΠΑ είναι «καπαρωμένα» είτε από έργα – γέφυρες της προηγούμενης περιόδου, είτε από τους κύριους συγκοινωνιακούς άξονες της Ελλάδας, που κάποτε πρέπει να ολοκληρωθούν.
Έτσι, οι επιλογές της κυβέρνησης είναι λίγες και συγκεκριμένες. Είτε θα πρέπει να εξασφαλίσει κάποιο δάνειο με προνομιακούς όρους, όπως για παράδειγμα από την ΕΤΕπ – διαδικασία εξαιρετικά χρονοβόρα που προϋποθέτει την ύπαρξη και εθνικών ή κοινοτικών πόρων – είτε θα πρέπει η ΥΠΑ να βγει στις κεφαλαιαγορές για να αντλήσει χρηματοδότηση με την εγγύηση του δημοσίου και ληστρικά επιτόκια, δεδομένης της κατάστασης της χώρας.
Μία άλλη επιλογή είναι η κυβέρνηση να προωθήσει το ντοσιέ των αεροδρομίων στο επενδυτικό «πακέτο Γιούνκερ», το οποίο προβλέπει έργα με ιδιωτική συγχρηματοδότηση, προϋπολογισμού 315 δισ. ευρώ για όλη την Ε.Ε. Θεωρητικά, καθότι κάποια αεροδρόμια έχουν αρκετά έσοδα, ενδεχομένως θα μπορούσαν τα 14 αεροδρόμια – ή και λιγότερα- να ενταχθούν σε αυτή την πρωτοβουλία. Ωστόσο, πρόκειται για πρόγραμμα με πολλούς αστερίσκους και με την υποχρέωση συμμετοχής και με εθνικούς πόρους, που σήμερα δεν υπάρχουν.
Παράλληλα, η χρήση ομολόγων έργου είναι ακόμη εκτός συζήτησης, διότι αποτελεί διαδικασία εξαιρετική περίπλοκη και προϋποθέτει αυστηρή οικονομική αξιολόγηση της Ελλάδας, για την οποία η συγκυρία είναι η χειρότερη δυνατή. Έτσι, αποτελεί θεωρητική και μόνον επιλογή.
Έτσι, ίσως η μόνη ρεαλιστική λύση θα ήταν η ένταξη των συμμετοχών του δημοσίου στο «Ελ.Βενιζέλος», το Καστέλι (εάν προχωρήσει) κι επιλεγμένα κρατικά αεροδρόμια σε μία δημόσια εταιρία και η πώληση σημαντικού ποσοστού της, είτε με διεθνή διαγωνισμό είτε με την ένταξή της στο Χρηματιστήριο.
Και με βάση το επιχειρηματικό σχέδιο, τη συμμετοχή ιδιωτών και την ευελιξία ένταξης και άλλων αερολιμένων στο πρόγραμμα, να προχωρήσει στην ανάπτυξη και χρηματοδότηση των αεροδρομίων της χώρας. Αυτό θα μπορούσε να φέρει μία σημαντική πηγή εσόδων στην ΥΠΑ, να προσελκύσει σημαντικούς διεθνείς εταίρους με γνώση και πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές και να εξασφαλίσει την διατήρηση του στρατηγικού σχεδιασμού στο δημόσιο.
Η ακύρωση του διαγωνισμού του ΤΑΙΠΕΔ στέλνει ένα σαφές μήνυμα στην διεθνή επενδυτική κοινότητα για τις προθέσεις της νέας κυβέρνησης – την ώρα που είναι σε εξέλιξη 4 νέοι διαγωνισμοί για μεγάλα έργα – και θα αποτελούσε ειρωνεία της τύχης, εάν ζητούσε εκ νέου την οικονομική συνδρομή ιδιωτών για παραλλαγές του σχεδίου εκσυγχρονισμού των αεροδρόμιων, το οποίο η ίδια κατήργησε.
Και ακόμη μεγαλύτερη ειρωνεία της τύχης θα ήταν να επαναληφθεί κάποια στιγμή στο μέλλον ο διαγωνισμός για την παραχώρηση των αεροδρομίων – είτε από τις συνήθεις πιέσεις των δανειστών, είτε από κάποια νέα κυβέρνηση. Και αυτό διότι η λεγόμενη «έκπτωση κινδύνου» θα καταστούσε βέβαιο ότι θα αναπολούσαμε το γαλαντόμο τίμημα του 2014.
Ένα μεγαλύτερο και πιο φιλόδοξο σχέδιο θα μπορούσε να φέρει πίσω το επενδυτικό ενδιαφέρον.