Πολύ σωστά ο Πρωθυπουργός κ. Αλέξης Τσίπρας επέλεξε να ορκιστεί με πολιτικό όρκο.

Το ίδιο πρέπει να κάνει και η κυβέρνησή του. Η Ελλάδα είναι η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα η οποία διατηρεί τον θρησκευτικό όρκο στη λειτουργία του κράτους. Και με τη σημερινή κυβέρνηση ο διαχωρισμός κράτους – Εκκλησίας, που αποτελεί ζήτημα εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας και πάγιο αίτημα της Αριστεράς, θα πρέπει να ολοκληρωθεί επιτέλους.

Όμως, πάγια θέση της Αριστεράς αποτελεί επίσης η φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας και η κατάργηση του ευνοϊκού φορολογικού καθεστώτος που απολαμβάνει η Εκκλησία. Θέμα το οποίο έχει ιδιαίτερη σημασία στη σημερινή συγκυρία κατά την οποία η υπερφορολόγηση έχει εξοντώσει οικονομικά του μισθωτούς, τα χαμηλά και τα μεσαία εισοδήματα. Από την κατάργηση των φοροαπαλλαγών και των ειδικών διατάξεων που αφορούν την εκκλησιαστική περιουσία υπολογίζεται ότι η κυβέρνηση θα έχει σημαντικά έσοδα για να χρηματοδοτήσει το κόστος του προγράμματος της Θεσσαλονίκης για την αντιμετώπιση ανθρωπιστικής κρίσης, ύψους 2 δισ. ευρώ.
Άλλωστε το θέμα το έχει θέσει στο παρελθόν ο σημερινός Πρωθυπουργός. Συγκεκριμένα, το 2010, ο κ. Τσίπρας από το βήμα της Βουλής, επέκρινε την τότε κυβέρνηση ότι φορολογεί μόνο τους ανθρώπους του μόχθου και την καλούσε να φορολογήσει ταυτόχρονα και την εκκλησία. «Η εκκλησία, ούτε αυτή θα έρθει να πολεμήσει μαζί μας. Σε αυτή τη Βουλή προεκλογικά γίνονται και χαριστικές ρυθμίσεις, γιατί το παγκάρι έχει και ψήφους», τόνιζε, ενώ υπογράμμιζε ότι μόνο για την μισθοδοσία των ιερέων το δημόσιο πληρώνει πάνω από 200 εκατ. ευρώ.
Μάλιστα, για το συγκεκριμένο θέμα στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρεται ότι κάθε θρησκεία και κάθε δόγμα πρέπει να αναλάβει το κόστος πληρωμής των ιερέων του. Όσον αφορά το θέμα της φορολόγησης της εκκλησιαστικής περιουσίας σημειώνεται ότι «το σύνολο των φοροαπαλλαγών και των ειδικών φορολογικών καθεστώτων που αφορούν την εκκλησιαστική περιουσία πρέπει να επανεξεταστούν ως προς τη σκοπιμότητά τους από μηδενική βάση».

Σύμφωνα με ερώτηση που είχε καταθέσει το 2011 στη Βουλή ο κ. Δημήτρης Παπαδημούλης για την «ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας» επισήμαινε ότι «η Εκκλησία, κατά δική της δήλωση, έδωσε το 2010 τέσσερις φορές λιγότερα απ’ ό,τι έδωσε πριν από δέκα χρόνια στο Δημόσιο ως φόρους» και απέδιδε την εξέλιξη αυτή «στη διατήρηση σκανδαλωδών και καταφανώς άδικων προνομίων (σ.σ. προς την Εκκλησία) που αναιρούν παλαιότερους νόμους του κράτους».

Μάλιστα ανέφερε ως παράδειγμα την Ιερά Μονή Φιλοθέου, τη φτωχότερη, όπως είπε, του Αγίου Όρους, η οποία αγόρασε το 2005 έναν σταθμό αυτοκινήτων, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. «Αν φορολογείτο, όπως όλοι οι άλλοι, γι’ αυτήν την εμπορική δραστηριότητα που δεν έχει καμία σχέση με το Θεό και τα θεία, business είναι, θα έπρεπε να πληρώσει φόρο 203.500 ευρώ. Ξέρετε πόσο πλήρωσε; Μηδέν!» τόνισε και συμπλήρωσε ότι «η ίδια Μονή δήλωσε το 2010 καθαρά έσοδα από εκμίσθωση ακινήτων 2.255.000 ευρώ και κάτι ψιλά. Ξέρετε πόσο πλήρωσε γι’ αυτά ως φόρο στο Ελληνικό Δημόσιο; Πλήρωσε 83.000 ευρώ! Αν ήταν ο οποιοσδήποτε άλλος, ξέρετε πόσο θα έπρεπε να πληρώσει; 564.000 ευρώ».

Εύλογα λοιπόν ο κ. Παπαδημούλης και ο ΣΥΡΙΖΑ ρωτούσαν την τότε κυβέρνηση «τι θα κάνετε για να εμπνεύσετε ένα αίσθημα φορολογικής δικαιοσύνης;» Και η αποκατάσταση αυτού του αισθήματος αδικίας που πνίγει την κοινωνία θα πρέπει να αποτελέσει πρώτη προτεραιότητα για την νέα κυβέρνηση.