Πρώτα οι ιδέες, µετά τα πρόσωπα. Ετσι είναι, δεν θα πάει ο δεξιός να ψηφίσει τους κουκουέδες, δεν θα πάει ο κεντρώος να ψηφίσει τους πατριώτες της ορθοδοξίας. Ας επιλέξει καθένας το κόμμα που κατά την κρίση του είναι άξιο να κυβερνήσει στην παρούσα φάση. Με το επιλεγμένο ψηφοδέλτιο στο χέρι, έχοντας διαβάσει τα προγράμματα και αξιολογήσει τις προτάσεις, μπαίνουν διλήμματα.
Να εμπιστευτεί κανείς τον έμπειρο ή το νεογνό της πολιτικής ζωής; Να θυμίσουμε κάτι: η εμπειρία δεν είναι πάντοτε καλός σύμβουλος. Οδηγεί σε μανιέρα και καταστέλλει τον ενθουσιασμό. Το βλέπουμε στις πράξεις των πολιτικών που εκλέγονται ξανά και ξανά και ξανά εις το διηνεκές. Ας το σκεφτούμε αυτό λιγάκι. Θέλουμε άραγε τους ίδιους πρωταγωνιστές στη δημόσια ζωή; Τους επαγγελματίες που έχουμε σιχαθεί να βλέπουμε; Που ήταν νιοι και γέρασαν στο ίδιο πόστο;
Η χώρα δεν βρίσκεται τυχαία στο χείλος του γκρεμού. Οδηγήθηκε εκεί από πολιτικές και οι πολιτικές υλοποιήθηκαν από συγκεκριμένα πρόσωπα, από βουλευτές με δύο και τρεις και τέσσερις θητείες, ήτοι από άτομα που έχουν αποκοπεί τελείως από την αγορά εργασίας και την κοινωνική πραγματικότητα. Θα αντιτάξει κανείς: είναι άραγε ανάγκη να μπαίνει ο βουλευτής στο λεωφορείο για να ψηφίσει νομοσχέδιο του υπουργείου Μεταφορών; Είναι άραγε ανάγκη να κοιμηθεί σε ράν-τσο για να κατανοήσει τις επιλογές του υπουργείου Υγείας; Είναι άραγε ανάγκη να μετράει τα τελευταία κέρματα ώστε να νιώσει την πίεση της φορολόγησης;

Η πρόχειρη απάντηση είναι ότι όλα τούτα αποτελούν επιχειρήματα των λαϊκιστών. Αν όμως ξεφύγουμε από τα στερεότυπα, μπορούμε να αξιολογήσουμε την αποξένωση αυτών των πολιτικών. Ζουν σε παράλληλο σύμπαν, μαζί με τους ομοίους τους. Οταν ψηφίζουν για κατώτατο μισθό τα 450 ευρώ, ξεχνούν ότι τόσα είναι οι εβδομαδιαίες δαπάνες για εστιατόρια ή τα μηνιαία έξοδα κομμωτηρίου. Αυτοί οι μονίμως εκλεγέντες έχουν ξεχάσει τι σημαίνει βιοπορισμός και συγχέουν τη θητεία στη Βουλή με το επάγγελμα. Πλην όμως το βουλευτιλίκι δεν είναι θέση εργασίας. Κάπου εδώ τίθεται ένα άλλο δίλημμα.
Να εμπιστευτεί κανείς το παιδί του βουλευτή; Οι ψηφοφόροι αντιμετωπίζουν τη Βουλή ως ταβέρνα. Ο γιος του μαγαζάτορα κάποια στιγμή θα αναλάβει το μαγαζί. Στον τόπο που γεννήθηκε η Δημοκρατία επικρατεί η πεποίθηση ότι ορισμένοι έχουν περισσότερα δικαιώματα στο εκλέγεσθαι. Σε πρώτο πλάνο είναι η απευθείας κληρονομιά της έδρας: συνταξιοδοτείται ο γονιός, εκλέγεται το παιδί. Το φαινόμενο εν τούτοις έχει βάθος χρόνου. Σκαλίζοντας τις οικογενειακές ιστορίες, διαπιστώνει κανείς ότι στην περιφέρεια προωθούν στη δημόσια ζωή γόνους από τις ίδιες φαμίλιες. Οι διακλαδώσεις φτάνουν μέχρι τους οπλαρχηγούς της Επανάστασης και δημάρχους του πάλαι ποτέ. Θεωρείται ότι οι γόνοι έχουν τα εχέγγυα επειδή είναι καλοσπουδαγμένοι και έχουν πολιτική κουλτούρα. Υπάρχει όμως κι άλλο δίλημμα.

Να ψηφίσει κανείς τον εκπαιδευμένο κληρονόμο πολιτικού ονόματος ή να διαλέξει κάποιον γνωστό από τα γήπεδα, από τη σόουμπιζ; Να πούμε βεβαίως ότι κατέρχονται στις εκλογές συγκροτημένοι αθλητές και καλλιτέχνες. Δεν αναφερόμαστε σε αυτούς, αλλά στα φαιδρά πρόσωπα που απασχολούν τη δημόσια ζωή με τα ανόητα καμώματά τους. Διαθέτοντας την τεχνική της ατάκας και γνωρίζοντας τους κανόνες της επικοινωνίας, βρίσκονται διαρκώς στην επιφάνεια. Οι ίδιοι και όχι οι πολιτικές τους προτάσεις.
Τα διλήμματα αυτά είναι ψευδοδιλήμματα. Δεν χρειαζόμαστε ούτε τους άτεγκτους επαγγελματίες πολιτικούς, ούτε τα νωθρά παιδιά τους, ούτε όσους αποθεώνουν τη σαχλαμάρα. Πέρα από τις ιδέες, που θα κρίνουν εν πρώτοις την επιλογή ψηφοδελτίου, χρειαζόμαστε ανανέωση προσώπων. Η βουλευτική έδρα δεν συνδέεται με μονιμότητα ούτε με κληρονομικά δικαιώματα. Τα κόμματα έχουν ανανεώσει τις λίστες τους. Είναι ενδεικτικό ότι η Νέα Δημοκρατία ανανεώθηκε κατά 55%. Και τα άλλα κόμματα επέλεξαν νέα πρόσωπα, δοκιμασμένα στην αγορά εργασίας, στις συλλογικότητες, στον ακτιβισμό. Αν δεν τολμήσουμε να τους αναδείξουμε τώρα, δεν θα τολμήσουμε ποτέ.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ