Στην εναρκτήρια διάλεξή του στην Οξφόρδη το 1857 ο Matthew Arnold τόνιζε ότι παντού υπάρχουν συνδέσεις. Κανένα γεγονός και καμιά λογοτεχνία δεν μπορεί να κατανοηθεί ανεξάρτητα από άλλα γεγονότα ή άλλες λογοτεχνίες. Ο Αρνολντ τα έλεγε αυτά σε μια εποχή που το σιδηροδρομικό δίκτυο της Βρετανίας βρισκόταν στο στάδιο της ανάπτυξης, διευκολύνοντας την ανάγκη για συνδέσεις και επικοινωνία. Τα λεγόμενά του όμως ισχύουν και σήμερα, με τη διαφορά ότι δεν ζούμε απλώς την εποχή των συνδέσεων αλλά των διασυνδέσεων και του LinkedIn, καθώς και μιας νέας έννοιας της «συνδεσιμότητας» (connectivity). Αισθανόμαστε την ανάγκη να είμαστε διαρκώς συνδεδεμένοι με τους άλλους, με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με όλον τον κόσμο, ενώ η δικτύωση (networking) αυτή καθαυτή έχει αναχθεί σε βασική επαγγελματική αξία και ηλεκτρονικό αντίδοτο στη μοναξιά της σύγχρονης κοινωνίας. Η έννοια της διασύνδεσης δείχνει ότι η τεχνολογία υπαγορεύει πολιτισμικές στάσεις και κοινωνικές συμπεριφορές και ότι στη μάχη μεταξύ μηνύματος και μέσου υπερισχύει μακροπρόθεσμα το τελευταίο.
Για να το καταλάβουμε αυτό, θα σταθώ στη σχέση βιβλίου και υπολογιστή, καθώς στις πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες βλέπεις όλο και περισσότερους νέους μπροστά σε οθόνες υπολογιστών παρά σε ανοιχτά βιβλία. Μπορεί κάποιοι να νοσταλγούν τη μυρωδιά του βιβλίου και να εκθειάζουν την αφή της τυπωμένης σελίδας, δεν αντιλαμβάνονται όμως ότι η ψηφιακή εποχή έχει κάνει κάτι πιο ριζικό: άλλαξε τον τρόπο ανάγνωσης. Οταν διαβάζεις στον υπολογιστή και δεν έχεις αποσυνδεθεί από το ηλεκτρονικό σου ταχυδρομείο και τις άλλες μορφές δικτύωσης, τότε η προσοχή σου θα διασπάται συνεχώς, καθιστώντας την ανάγνωση αποσπασματική και φευγαλέα.
Τα δύσκολα και εκτενή κείμενα που απαιτούν αρκετή προσήλωση δεν είναι ελκυστικά σε μια εποχή «συνδεσιμότητας» όπου το μάτι πετάει από το ένα στο άλλο. Παλαιότερα κάποιοι θεωρητικοί έγραφαν δοκίμια περί δυσκολίας (George Steiner), η σύγχρονη κουλτούρα όμως ευνοεί την ευκολία και ανθίσταται σε απαιτητικά βιβλία που απαιτούν προσεκτικές ή πολλαπλές αναγνώσεις. Πόσοι άραγε σήμερα (ξανα)διαβάζουν πολυσέλιδα κλασικά μυθιστορήματα ή εντρυφούν σε δύσκολα μοντερνιστικά κείμενα, όταν βομβαρδίζονται από την υπερπαραγωγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων και κειμένων; Αυτό δεν οφείλεται σε αναγνωστική νωθρότητα όσο στον τρόπο που το Διαδίκτυο επηρέασε τη σχέση μας με τον έντυπο λόγο. Κατά τον μυθιστοριογράφο και δοκιμιογράφο Will Self η διαρκής ανάγκη για διαδικτυακή «συνδεσιμότητα» θα σημάνει το τέλος του έντεχνου μυθιστορήματος και ενδεχομένως θα οδηγήσει σε νέες μορφές σπονδυλωτών κειμένων με τη μορφή tweets [βλ. και την επίδραση του Facebook στο μυθιστόρημα(;) της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου, «Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας» (Πόλις, 2014)].
Η σύνδεση και η «συνδεσιμότητα» εκτόπισαν και μιαν άλλη βασική έννοια των δύο τελευταίων αιώνων: τη σύγκριση. Το διαπιστώνουμε παρακολουθώντας την υποκατάσταση της συγκριτικής λογοτεχνίας από την ιδέα της παγκόσμιας λογοτεχνίας (world literature), όπου δεν ενδιαφέρουν τόσο οι συγκρίσεις ή οι επιδράσεις όσο οι συσχετίσεις. Το ενδιαφέρον για τις δι-εθνικές συναλλαγές εξηγεί και τη μετάβαση από την πολυπολιτισμικότητα στη διαπολιτισμικότητα, καθώς και την παγκόσμια άνοδο των μεταφραστικών σπουδών, που και αυτές μελετούν τρόπους και μηχανισμούς πολιτισμικής δικτύωσης. Η (δια)σύνδεση αποδεικνύεται έννοια κομβικής σημασίας, που επανέρχεται στις ποικίλες της εκφάνσεις ως οδοδείκτης στην πορεία από τον 19ο στον 21ο αιώνα, θέτει όμως και ερωτήματα. Η κυριαρχία της προϋποθέτει ή αντιμάχεται την επίσης αυξανόμενη έμφαση στην πολιτισμική διαφορά και ιδιοπροσωπία; Ενισχύει τους κοινωνικούς δεσμούς ή καλλιεργεί απλώς την ψευδαίσθηση μιας μετα-κοινωνικής εικονικής συνδεσιμότητας;
O κ. Δημήτρης Tζιόβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Aγγλίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ