Μια ξύλινη καλύβα, υπερυψωμένη πάνω σε πασσάλους. Μοιάζει παραθαλάσσια, αλλά κανείς δεν ξέρει σίγουρα. Το φως είναι αναμμένο, αλλά οι τραβηγμένες κουρτίνες στο μακρόστενο παράθυρο δεν μας αφήνουν να δούμε μέσα. Σύντομα αρχίζουν τα πάρε-δώσε των ανθρώπων. Η καλύβα αυτή, τόσο απλή κι όμως αποδεικνύεται το βασικό στέκι του νιόπαντρου βασιλικού ζεύγους. Ο Κλαύδιος και η Γερτρούδη χαριεντίζονται ξεδιάντροπα στο κεφαλόσκαλο, κάνουν ένα μικρό διάλειμμα για να ασχοληθούν με τον θλιμμένο Αμλετ που δεν λέει να ξεπεράσει την απώλεια του πατέρα του, κι επιστρέφουν χαχανίζοντας στα ενδότερα της καλύβας. Αν και γαλαζοαίματοι, έχουν μάλλον ταπεινά γούστα, υποθέτουμε. ‘Η μήπως κάτι πιο παράξενο συμβαίνει;
Πράγματι, σε λίγο, πάνω στις μπορντό κουρτίνες θα διακρίνει ο Αμλετ τη σκιά του νεκρού βασιλιά. Τρέχει να τον προλάβει, η καλύβα περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της και σύντομα βλέπουμε το εσωτερικό της. Ενας καναπές, μια πολυθρόνα, ένα vintage φωτιστικό δαπέδου και ένα τραπεζάκι-μπαρ φιλοξενούν πατέρα και γιο, καθώς το φάντασμα του πρώτου προχωράει σε τρομερές αποκαλύψεις σχετικά με τις συνθήκες του θανάτου του. Ο Αμλετ συνειδητοποιεί σοκαρισμένος ότι «ο κόσμος εξαρθρώθηκε» και καταριέται την ώρα και τη στιγμή που «έπρεπε να γεννηθώ για να τον στερεώσω τώρα». Η σκεπή σηκώνεται, οι τοίχοι ανοίγουν, το δωμάτιο μοιάζει έτοιμο να διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη. Κι όμως: έτσι θα παραμείνει ως το τέλος. Εκεί θα παραμείνουν εγκλωβισμένοι ο βασιλιάς και η βασίλισσα, με τις ώρες να σαπίζουν πάνω στους καναπέδες με τα πλαστικά καλύμματα. Μοναδική τους εκτόνωση η «Ποντικοπαγίδα», η θεατρική παράσταση που σκηνοθετεί ο ίδιος ο Αμλετ προκειμένου να διαπιστώσει την αλήθεια των ισχυρισμών του φαντάσματος: θεατρίνοι-σωσίες του βασιλικού ζεύγους επιδίδονται σε ερωτικές περιπτύξεις με τους οικοδεσπότες τους προκαλώντας τον τρόμο του αντικατοπτρισμού. «Τα πρόσωπα εναλλάσσονται, μεταλλάσσονται, διαιρούνται, πολλαπλασιάζονται, αθροίζονται ή αφαιρούνται, κι όμως παραμένουν ίδια» σημειώνει ο Γιάννης Χουβαρδάς στο σημείωμα του προγράμματος, παραφράζοντας την περίφημη διατύπωση του Στρίντμπεργκ από τον πρόλογο του «Ονειροδράματος». Και είναι πράγματι σαν να προσπάθησε ο σκηνοθέτης να δημιουργήσει την αίσθηση αυτή ενός χωροχρόνου ονειρικού, όπου η φαντασία κυματίζει και η λίμπιντο ξεχειλίζει. Εδώ περιφέρονται τα φαντάσματα του παρελθόντος, οι πιο σκοτεινές επιθυμίες του υποσυνείδητου, οι σκέψεις αιμομιξίας και αυτοχειρίας, η απειλή της απραξίας και, χειρότερο όλων, η προοπτική της λήθης. Εδώ κατοικούν οι νεκροί, εδώ σφαγιάζεται ο Πολώνιος, εδώ ξεψυχά η Οφηλία, εδώ αναλογίζεται ο Αμλετ αν πρέπει να ζει ή να μη ζει και όλα αυτά ενώ δύο χαζοχαρούμενοι φαρσέρ παρακολουθούν χαμογελώντας τα τεκταινόμενα από το παράθυρο.
Επέμεινα τόσο στην περιγραφή αυτού του δωματίου επειδή θεώρησα πως εκεί κρύβεται το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της παράστασης: στην ιδέα, δηλαδή, ενός ψυχικού τραύματος, ενός εφιάλτη, ενός χώρου συμβολικού από όπου κανείς μας δεν μπορεί να ξεφύγει, επειδή βρίσκεται μέσα μας. Και η πρόθεση αυτή του σκηνοθέτη –να εντοπίσει και να αναδείξει το νοσηρό κέντρο του δράματος, να το τοποθετήσει σε μια διάσταση νοητική, εσωτερική –είναι αξιόλογη. Δυστυχώς, η πρόθεση δεν υλοποιείται με επιτυχία επί σκηνής. Υπάρχει κατ’ αρχήν σοβαρό πρόβλημα ρυθμού: κακή ροή, δράσεις που ξεχειλώνουν και προκαλούν συχνά την υπομονή μας. Το αμήχανο εύρημα ενός παλιομοδίτικου τηλεφώνου που χτυπάει συνεχώς λες και βιώνουμε ένα κακέκτυπο του «Matrix». Τα φώτα της πλατείας που ανοίγουν ξαφνικά χωρίς κανέναν λόγο. Τα τραγούδια (της Οφηλίας κ.ο.κ.) που κλωτσάνε εκκωφαντικά, σαν από άλλο έργο. Το κωμικό ντουέτο Ρόζενγκρατς – Γκίλντενστερν που μένει θλιβερά γειωμένο σε όλες τις μεταμορφώσεις του. Και φυσικά η εντυπωσιακή αδυναμία του σκηνοθέτη να καθοδηγήσει τον θίασο σε αυτή την περιπέτειά του στη «χώρα την ανεύρετη», όπως λέει κι ο Αμλετ. Ούτε ένας από τους ηθοποιούς –και είναι όλοι καλοί στη δουλειά τους –δεν συνδέθηκε πραγματικά με τον ρόλο του. Καμία φρεσκάδα ο Νίκος Χατζόπουλος ως γλοιώδης Πολώνιος, στερεοτυπικά «αθώα» η Αλκηστις Πουλοπούλου ως Οφηλία, εντελώς χλιαρή και αναποφάσιστη η Αμαλία Μουτούση ως Γερτρούδη, στιβαρά επιφανειακός ο Γιώργος Γάλλος ως Κλαύδιος. Οσο για τον Χρήστο Λούλη-Αμλετ, η ερμηνεία του δεν κατάφερε δυστυχώς να φωτίσει καμία από τις πτυχές του πολυσύνθετου αυτού ήρωα: «πολιτικά ορθός», έπαιξε σύμφωνα με το γράμμα του ρόλου, χωρίς όμως να μπει στο υπέροχο πνεύμα του.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ