Πριν από λίγα χρόνια, αμέσως μετά την υπόθεση των δανέζικων σκίτσων, ο ιμάμης του Πανεπιστημίου Al-Azhar του Καΐρου πρότεινε την έκδοση ενός νόμου συνταγμένου από εκκλησιαστικούς ηγέτες με διεθνή ισχύ και σκοπό την ενιαία καταστολή της βλασφημίας. Η έκκληση του ιμάμη έπεσε στο κενό, ωστόσο μετά την περιπέτεια των σκίτσων η ελευθερία της έκφρασης έβαλε κάμποσο νερό στο κρασί της. Σε αρκετές περιπτώσεις, ενώπιον της φονταμενταλιστικής απειλής, η Δύση φάνηκε διατεθειμένη να παραδώσει έναν χώρο ελεύθερης έκφρασης που παραδοσιακά θεωρούσε ζωτικό της.
Ναι μεν οι παραδοσιακές δυτικές νομοθεσίες για τη δίωξη της βλασφημίας ατροφούν (με εξαιρέσεις, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα), αλλά τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη έχει συνομολογηθεί μια συμφωνία εναντίον του μισαλλόδοξου λόγου, κυρίως κατά της Ακρας Δεξιάς, αλλά και της βλάσφημης ελευθεριακότητας. Αυτή μπορεί να οδηγήσει σε έναν γενικευμένο κονφορμισμό απέναντι σε οτιδήποτε θα μπορούσε να προσβάλει ιδεολογίες και –κυρίως –θρησκείες. Αυτό που συμβαίνει κυρίως και δίνει τον τόνο είναι η ποινικοποίηση του αντισημιτικού λόγου και μακράν έπεται η δίωξη του λόγου εναντίον άλλων θρησκειών, του Ισλάμ και του χριστιανισμού περιλαμβανομένων.
Υποκριτική συγγνώμη


Να θυμίσω πως την εποχή που κάποιοι (και όχι, γενικά, οι) μουσουλμάνοι βιαιοπραγούσαν εκφράζοντας την οργή τους για τα δανέζικα σκίτσα, δύο πρωθυπουργοί της Δύσης βγήκαν με σκυμμένο το κεφάλι και απολογήθηκαν με τον πιο πανηγυρικό τρόπο. Ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους και ο πρωθυπουργός της Αγγλίας Τόνι Μπλερ ήταν οι πρώτοι που ζήτησαν δημοσίως συγγνώμη από τη βαθιά προσβεβλημένη μουσουλμανική κοινή γνώμη. Κατά διαβολική σύμπτωση, οι δύο πολιτικοί προϊστάμενοι των μεγαλύτερων τότε στρατών κατοχής στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν. Η υποκρισία περίσσεψε: «Ναι, κατέχουμε τις πατρίδες σας, ναι, σας βασανίζουμε και κάνουμε ό,τι αθλιότητα πρέπει για να έχουμε φθηνό πετρέλαιο, ναι, είπαμε ψέματα για να αιτιολογήσουμε τον πόλεμο, αλλά αν κάποιος δικός μας απερίσκεπτος τολμήσει να σας προσβάλει θα σας πούμε sorry διότι σας θίγουμε τα ιερά και τα όσια. Και μετά, συνεχίζουμε όπως πριν».
Η ελευθερία της έκφρασης έτσι κατέληξε να είναι ο ασθενής κρίκος της νέας παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Το «Charlie Hebdo» δεν συμβιβάστηκε με τον καθωσπρεπισμό που εξέπεμψε το νέο γεωπολιτικό περιβάλλον. Αντιθέτως, διάλεξε τον απολύτως ανάποδο δρόμο: αυτόν της συστηματικής, μεροληπτικά βλάσφημης απαξίωσης του Ισλάμ. Και αυτόν πλήρωσε.
Οι προβληματικοί «αστερίσκοι»


Διαβάζω μετά τη δολοφονία του Παρισιού δύο τύπους προβληματικών αφηγήσεων. Η πρώτη, αρκετά δημοφιλής σε αριστερά καφενεία, είναι αυτή των «αστερίσκων». Καταδικάζουμε μεν, «φυσικά καταδικάζουμε, αλλά [η κρίσιμη αυτή λέξη πάντα με έμφαση] το «Charlie Hebdo» πήγαινε γυρεύοντας». Η συχνά βουβή αυτή αφήγηση πάσχει κατά το ότι συμψηφίζει μεγέθη που δεν σταθμίζονται, ό,τι και να έγραφε το «Charlie» μέσα στον βλάσφημο οίστρο του. Αυτό μου φαίνεται απλό και αδιαπραγμάτευτο. Οπως αδιαπραγμάτευτα δεν μπορούμε να δεχθούμε αυτόν που καταδικάζει τον βιασμό με τον αστερίσκο ότι «κι αυτή πήγαινε γυρεύοντας».
Η δεύτερη αφήγηση είναι η επισήμως κυρίαρχη. Αυτή της mainstream Ευρώπης που εκφράστηκε στην πορεία «ενότητας» στο Παρίσι. Στην πορεία αυτή ο ισραηλινός πρωθυπουργός, ο ρώσος και ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών, ο αιγύπτιος υπουργός Αμυνας και άλλοι… ειλικρινείς υπερασπιστές των δικαιωμάτων του ανθρώπου ανά την οικουμένη, συμπεριλαμβανομένου του γάλλου πρώην προέδρου, του άγγλου, του έλληνα και του ισπανού πρωθυπουργού, μαζεύτηκαν και, με στεντόρεια τη φωνή, μας είπαν πως είναι Charlie, οπαδοί όντες όλοι οι παραπάνω της απόλυτης ελεύθερα «ανεύθυνης» και βλάσφημης έκφρασης, όπως αυτή που ήθελε και θέλει να πρεσβεύει το έντυπο.
Μετά λύπης μου, θα αναγκαστώ λοιπόν να διαφωνήσω με τους ως άνω μαχητές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η ελευθερία της έκφρασης δεν είναι απόλυτη. Και το λέω αυτό γνωρίζοντας πως λίγες ημέρες μετά τη μαζική δολοφονία του Παρισιού εγώ κουβαλάω το βάρος μιας αντιδημοφιλούς θέσης και όχι οι όψιμοι ζηλωτές της ομαδικής ηθικής υστερίας «je suis Charlie».
Το επίκαιρο ερώτημα


Εξηγούμαι λοιπόν για το νομικά αυτονόητο: φυσικά ο ανθρώπινος λόγος μπορεί να προσβάλει, και μάλιστα να προκαλέσει οδύνες, ακόμη περισσότερο απ’ ό,τι οι πράξεις. Φυσικά, η ελευθερία της έκφρασης κάπου σταματά: εκεί που θίγεται ο πυρήνας της υπόληψης, της τιμής και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου όταν εξατομικευμένα στοχεύεται. Σε τελευταία ανάλυση, για τον λόγο αυτόν οι ανά τον κόσμο ποινικοί κώδικες διαθέτουν άρθρα να διωχθούν αυτοί που υβρίζουν. Επομένως το επίκαιρο ερώτημα δεν είναι αν η ελευθερία του λόγου είναι απόλυτη, ούτε αντιστρόφως, αν το «Charlie Hebdo» πλήρωσε την απερισκεψία του. Εξάλλου ούτε το ένα ούτε το άλλο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αστερίσκος στην καταδίκη της δολοφονίας. Και αυτό είναι το ανυπερθέτως κρίσιμο. Το επίκαιρο ερώτημα είναι πώς το Ισλάμ θα διαχειριστεί τις ευθύνες ενώπιον του εκφασισμού και της απανθρωποποίησής του και πώς η Δύση θα σκεφθεί και αυτή τις ευθύνες της χωρίς να καταλήξει σε μια νέα αντιτρομοκρατική αντι-ισλαμική υστερία που θα ακυρώσει τις στοιχειώδεις ελευθερίες όλων μας.
Σε αυτά τα δύσκολα, δεν μπορώ να σκεφθώ πιο συγκλονιστική απάντηση από το εξώφυλλο του τελευταίου «Charlie»: ο Μωάμεθ –ο οποίος δεν πρέπει να ζωγραφίζεται σύμφωνα με την ισλαμική παράδοση –δακρύζει σαν άνθρωπος συμπάσχοντας και μεταφέροντας την άφεση αμαρτιών για λογαριασμό των νεκρών: «Tout est pardonné». Απέναντι στην απανθρωπιά και στην υποκρισία, η απερίσκεπτη μεγαλοψυχία της βλασφημίας. Οπως είπε και ο δημιουργός του προχθές: «Βρήκαμε το καταραμένο πρωτοσέλιδο. Οχι αυτό που ο κόσμος ήθελε να κάνουμε, όχι αυτό που οι τρομοκράτες ήθελαν να κάνουμε, αλλά αυτό που εμείς θέλαμε να κάνουμε».
Ο κ. Δημήτρης Χριστόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ