Η δολοφονία των Γάλλων δημοσιογράφων (του εβδομαδιαίου περιοδικού “Charlie Hebdo”), που δημοσίευσαν χλευαστικά και υβριστικά σκίτσα του Μωάμεθ), έκρουσε εκκωφαντικά τον κώδωνα ενός κινδύνου, που παραβλέπουμε ευχαρίστως μέσα στην παραζάλη της σύγχρονης καθημερινότητας.

Βεβαίως και υπερασπιζόμαστε (στη Δύση) την ελευθερία του λόγου. Το πρόβλημα είναι ότι συχνά χάνουμε την αίσθηση τού μέτρου. Υπάρχουν «ιερά και όσια» από καβολής κόσμου.

Να τα αλλάξουμε, αν αποτελούν τροχοπέδη στην αρμονική συμβίωση των λαών, αλλά με διάλογο και σύνεση, χωρίς να προσβάλουμε χυδαία τις ευαισθησίες και να ποδοπατούμε απερίσκεπτα και βάναυσα τις θρησκευτικές αντιλήψεις των άλλων (ομοεθνών ή αλλοεθνών) με τους οποίους συγκατοικούμε πλέον σε ένα οικουμενικό σπίτι.

Η ελεύθερη έκφραση τής όποιας προσωπικής άποψης, με το ένα ή το άλλο εκφραστικό μέσο (εν προκειμένω τη σάτιρα), προϋποθέτει ασφαλώς μια ισχυρή και ανεκτική δημοκρατία με σωστά ενημερωμένους και υπεύθυνους πολίτες. Όταν η Αθηναϊκή Δημοκρατία του 5. π. Χ αιώνα ένιωθε αρκετά ισχυρή επέτρεπε την κριτική θεσμών και προσώπων (πολλά άλλαξαν με το θάνατο του Περικλή και κυρίως με το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου). Ο Αριστοφάνης σατίριζε (με αξεπέραστο υβρεολόγιο) άφοβα και ανελέητα τα κακώς κείμενα και όσους θεωρούσε υπεύθυνους για τη διαχείρισή τους, συμπεριλαμβανομένου και του Περικλή, ασκώντας πάντα εποικοδομητική κριτική και φυσικά απευθυνόμενος σε εχέφρονες πολίτες.

Ο μεγάλος κωμικός σατίριζε τους θεούς («τα θεία»), και τους νεκρούς (π.χ. στους «Βατράχους») και μάλιστα έπαιρνε και βραβεία. Από την άλλη μεριά, ο φιλόσοφος Αναξαγόρας, που πρέσβευε ότι ο ήλιος ήταν πύρινη μάζα («διάπυρος λίθος»), και όχι δηλ. θεός, καταδικάστηκε σε θάνατο για ασέβεια (πέρα από τα όποια προσωπικά, πολιτικά και άλλα κίνητρα μπορεί να υπήρχαν, όπως και στην περίπτωση του Σωκράτη) αλλά πρόλαβε και εγκατέλειψε την Αθήνα. H δημοκρατία κατοχύρωνε και εγγυόταν την ελευθερία του λόγου, αλλά παράλληλα τιμωρούσε την αυθαίρετη και «αιρετική» ανατροπή θεμελιωδών θρησκευτικών και γενικότερα πολιτιστικών πεποιθήσεων.

Οι πληθυσμοί στις σύγχρονες ευρωπαϊκές κοινωνίες δεν είναι πλέον πολιτισμικά αμιγείς και κατά συνέπεια οι αξίες της δημοκρατίας και της ελευθερίας του λόγου, που επικαλούμαστε με πάθος, μπορεί να μην έχουν την ίδια απήχηση σε όλους και να μην ισχύουν για όλους στο βαθμό που επιθυμούμε. Είναι λοιπόν φρόνιμο να μην ξεφεύγουμε από το «μέτρο άριστον» των σοφών μας προγόνων (και δασκάλων της Δύσης). Διαφορετικά, η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη.

Το «μηδέν άγαν» (τίποτα το υπερβολικό) βγήκε ασφαλώς μέσα από οδυνηρές εμπειρίες, που έζησαν πρόσφατα οι Γάλλοι (και συμμερίστηκαν εκατομμύρια άνθρωποι σε ολόκληρο τον πλανήτη). Εξαιτίας του «άγαν», δηλ. του υπερβολικού, ολίγων ατόμων κατά την άσκηση τού επαγγελματικού τους δικαιώματος στην ελεύθερη έκφραση έχασαν τη ζωή τους αθώοι άνθρωποι. Το υπερβολικό έγκειται ακριβώς στη διακωμώδηση του ιερού προσώπου-συμβόλου εκατομμυρίων πιστών. Ας σεβαστούμε επιτέλους (δεν το έκαναν πρώτη φορά), ό, τι τιμούν και λατρεύουν οι άλλοι, χωρίς να το θεωρούμε φυσικά ταμπού.

Αν οι ταλαντούχοι, δημοφιλείς και αδικοχαμένοι σκιτσογράφοι ήθελαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Αριστοφάνη, υπερεκτίμησαν την πραγματικότητα και τους διέφυγε το πάθημα τού Αναξαγόρα (αφήνουμε την καταδίκη του Σωκράτη). Αν σήμερα η δημοκρατία δεν τιμωρεί με θάνατο, τιμωρεί ο φανατισμός (με τις πρωτεϊκές μορφές που παίρνει κάθε φορά). Ναι λοιπόν στην ελευθερία του λόγου, αλλά όχι στην αχαλίνωτη ελευθερία.

*O Οδυσσέας Τσαγκαράκης είναι Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης.