Δώδεκα και σήμερα μείνανε ως τις κάλπες και νομίζω πως σιγά – σιγά έχουμε αρχίσει να καταλαβαίνουμε από τις δηλώσεις Τσίπρα (κλείνοντας τα αυτιά μας σε όσα διαφορετικά λένε τα υπόλοιπα στελέχη του κόμματος) τι θέλει να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ εάν βγει κυβέρνηση: πρώτον δεν θα αναγνωρίσει τις δεσμεύσεις της κυβέρνηση Σαμαρά, και δεύτερον θα αρνηθεί να συνομιλήσει με την τρόικα και θα επιδιώξει μία πολιτική διαπραγμάτευση με τις χώρες της ΕΕ με στόχο την δραστική μείωση του χρέους,χωρίς να αποκλείει μονομερείς κινήσεις ως προς την αποπληρωμή των δόσεων προς του ευρωπαίους.

Όπως σημείωσε ο ίδιος σε προχθεσινό άρθρο του στην γερμανική «Ντι Βελτ»:«η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ λέει ότι απαιτείται ένα δραστικό κούρεμα του μεγαλύτερου μέρους του χρέους και ένα μορατόριουμ για την αποπληρωμή του,ενώ το εναπομείναν χρέος θα αποπληρώνεται μόνον στο βαθμό που δεν θα θέτει σε κίνδυνο τα πολύτιμα κίνητρα ανάπτυξης»
Με λίγα λόγια ο κ. Τσίπρας επιμένει – παρά τις προειδοποιήσεις – στην σύγκρουση με την Ευρώπη αν και δηλώνει πως δεν έχει καμία πρόθεση ούτε να δημιουργήσει προβλήματα στην Ευρωζώνη ούτε να βγάλει την Ελλάδα από το Ευρώ.

Πόσες πιθανότητες έχει μία κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να πετύχει μέσα από μία μετωπική με το Βερολίνο μία θετική έκβαση όταν μάλιστα η γερμανική πλευρά ήταν σκληρή και αδιάλλακτη με τον κ. Σαμαρά επειδή δεν προχώρησε αρκετά τις μεταρρυθμίσεις στη χώρα;

Αν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένα κόμμα υπέρ των μεταρρυθμίσεων και της προσαρμογής της Ελλάδας στα ευρωπαϊκά πρότυπα ίσως να είχε κάποια επιχειρήματα που θα μπορούσαν να πείσουν το Βερολίνο να το ξανασκεφτεί.
Όμως το κόμμα της Κουμουνδούρου κινείται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που επιδιώκει η Γερμανία – την δημιουργία μιας ανταγωνιστικής ευρωπαϊκής οικονομίας που να μπορεί να αντιμετωπίσει την άνοδο της Κίνας και των άλλων μεγάλων οικονομιών του πλανήτη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κατά βάση κρατικιστικό κόμμα,προσκολλημένο στο παρελθόν. Δεν αντιλαμβάνεται την ανάγκη των μεταρρυθμίσεων, ζητάει την επιστροφή των ιδιωτικών ΔΕΚΟ στο δημόσιο, θεωρεί ότι ο σπάταλος και αναποτελεσματικός δημόσιος τομέας είναι μικρός για μια χώρα σαν την Ελλάδα και δεν πρέπει να πειραχθεί, τάσσεται ακόμη και κατά της αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων,αντιμετωπίζει τις επενδύσεις ξένων στη χώρα ως ξεπούλημα δημόσιου πλούτου, υπόσχεται παροχές από λεφτά που δεν υπάρχουν και θεωρεί ότι η αναπτυξιακή πίτα της χώρας θα μεγαλώσει κυρίως από κρατικές παρεμβάσεις κι όχι από κινήσεις της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.

Όταν,μάλιστα, ο κ.Τσίπρας εμφανίζει το κόμμα του και τους Ελληνες ως το πρότυπο αντίστασης και της λογικής που θα σώσει την Ευρώπη από τον γερμανικό νεοφιλελευθερισμό είναι μάλλον σίγουρο ότι η κυβέρνηση του θα πέσει με «100» στον τοίχο του κ. Σόιμπλε. Εξάλλου η γερμανική πλευρά θέλει με παραδειγματικό τρόπο να αποτρέψει ντόμινο διεκδικήσεων αλλαγής πολιτικής από άλλες χώρες της Ευρώπης – Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία κλπ.

Συμπέρασμα: μία παράλογη σύγκρουση με το Βερολίνο έχει πρωτοφανή ρίσκα – και θα βάλει τη χώρα σε μεγάλες περιπέτειες ακόμη κι αν η Γερμανία και οι άλλες χώρες της Ευρώπης δεν επιθυμούν ένα GREXIT – θα προκαλούσε αναστάτωση στην Ευρώπη τόσο οικονομικά και όσο και πολιτικά.
Ο κ.Τσίπρας είναι βέβαιο ότι δεν θέλει να πάει τη χώρα στη δραχμή ούτε επιθυμεί την οικονομική καταστροφή της.

Ωστόσο,αν και δεν γνωρίζει τους μηχανισμούς της ΕΕ που θα μπορούσαν να φέρουν τη χώρα από λάθος χειρισμούς στο κενό επιμένει στις μαξιμαλιστικές θέσεις του σε μια προσπάθεια να εκπροσωπήσει και το 30% του κόμματός του που θεωρεί ότι «το ευρώ δεν είναι φετίχ».
Έχει,όμως, ακόμη καιρό να κάνει στροφή στο ρεαλισμό – τώρα – πριν από τις εκλογές που ενδεχομένως να τον αναδείξουν νικητή. Μια στροφή 180 μοιρών μετά από αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις με την Γερμανία θα φέρουν την χώρα στο 2010 και προκαλέσουν πολιτικό και οικονομικό χάος.