Οι περισσότεροι είναι ανάμεσα στα 30 και στα 40. Φορούν κολλητά ρούχα, κράνη σε έντονο χρώμα, είναι ιδρωμένοι και έχουν το υγιώς αυτάρεσκο βλέμμα του ανθρώπου που ξέρει καλά πως κάνει μια σωστή υπέρβαση. Και σε έναν βαθμό την κάνουν: επιλέγουν να κάνουν ποδήλατο στο κέντρο της Αθήνας, μια παρόρμηση με γοητευτική ανεμελιά αλλά και αναμενόμενο ρίσκο. Αγνοούν την επεκτατική βουλιμία των αυτοκινήτων, δέχονται να εισπνεύσουν αυτά που δεν πρέπει να εισπνεύσουν, κάνουν αγέρωχοι πετάλι στην τσαλακωμένη άσφαλτο επιλέγοντας να αλλάξουν αυτοί τη ζωή τους προς το καλύτερο, ακόμη και αν το κράτος τούς αγνοεί επιδεικτικά θεωρώντας τους στη χειρότερη περίπτωση μια στατιστική τροχαίων, στην καλύτερη ένα μάτσο ενοχλητικούς χίπηδες.
Μόνο που κάποιοι το παρακάνουν. Είναι αυτοί που έχουν εμποτιστεί τόσο πολύ με το αίσθημα του αδικημένου και τη σιγουριά τού ότι κάνουν το σωστό, είναι αυτοί που θεωρούν πως από τη στιγμή που ο ΚΟΚ δεν τους σέβεται, δεν έχουν κανέναν λόγο να τον σεβαστούν. Και γι’ αυτό παραβιάζουν –σαν φωτοστέφανα με πετάλια –τα κόκκινα φανάρια, σε μια επιλογή οργής που αψηφά τη λογική. Γιατί είναι αδικημένοι. Και λίγο έξαλλοι.
Θεωρούν προφανώς πως από τη στιγμή που η μεγαλειότητά τους ανέβηκε σε ένα ποδήλατο κόντρα στο σύστημα, τίποτα δεν είναι ικανό να τους σταματήσει. Ούτε τα διερχόμενα αυτοκίνητα –αν και αυτά τα προσέχουν για προφανείς λόγους επιβίωσης –ούτε οι χαμερπείς πεζοί, η χαμηλότερη στάθμη της τροφικής αλυσίδας των ελληνικών δρόμων. Είναι εμποτισμένοι με την αγένεια της αδικίας –ο νόμος έχει γίνει το δίκιο του ποδηλάτη.
Δεν είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο, αλλά θα μπορούσαμε κάπως αυθαίρετα να ονομάσουμε αυτή τη συμπεριφορά ως «το σύνδρομο του ποδηλάτη». Είναι το περίεργο αυτό σύνδρομο που αναγκάζει ανθρώπους να ρισκάρουν, να αδικήσουν, να παρανομήσουν, να τζογάρουν νιώθοντας αδικημένοι –και άρα δικαιολογημένοι για τα πάντα.
Κάπως υπερβατικά, είναι το σύνδρομο που φαίνεται να έχει ποτίσει την πολιτική σκηνή του τόπου, περιγράφει την εκλογική τάση της Ελλάδας σήμερα, έπειτα από τα τελευταία ζόρικα χρόνια. Ισως και να είναι λογικό: Κανείς λαός, ακόμη και οι ενοχικοί προτεστάντες, δεν μπορεί να ανεχτεί άλλη συκοφαντία, άλλη ταπείνωση, άλλη εξαφάνιση των εργασιακών της δικαιωμάτων –πόσω μάλλον οι όχι και τόσο νηφάλιοι ιστορικά Ελληνες.
Υπάρχουν αναλυτές που εξηγούν πως όλο αυτό το κύμα αντίδρασης είναι επικίνδυνο. Πως αυτή η έλξη στον λαϊκισμό (αν και ποιος πολιτικός απέχει από τον λαϊκισμό; Μάλλον κάποιος που δεν έχει ακουστεί ποτέ) είναι αυτοκαταστροφική –σαν να περνάς με κόκκινο έναν δρόμο οδηγώντας πάνω σε δύο λεπτές ρόδες.
Αυτοί οι αναλυτές αγνοούν μάλλον πως η Ελλάδα τα τελευταία πέντε χρόνια έγινε μια χώρα που, μεταξύ άλλων, έζησε συνθήκες όπως σχολεία χωρίς πετρέλαιο θέρμανσης, ακτινολογικά κέντρα που δεν λειτουργούσαν σε επαρχιακές πόλεις, φοροληστρικές επιδρομές σε ελεύθερους επαγγελματίες και συνταξιούχους από κάτω προς τα επάνω με έμφαση στο κάτω. Ακόμη και αν έπρεπε να πας στην πληρωμένη με 400 ευρώ δουλειά σου, έπρεπε να πληρώσεις σχεδόν 3 ευρώ την ημέρα στα ΜΜΜ. Για να πας στη Θεσσαλονίκη με το αυτοκίνητο έπρεπε να πληρώσεις περίπου 50 ευρώ στα διόδια. Η ανεργία βρίσκεται κοντά στο 27% –και αυτό χωρίς να υπολογιστούν οι εγκλωβισμένοι σε απλήρωτες εργασίες.
Κάποιοι όλα τα παραπάνω τα θεωρούν λαϊκισμό –κάποιοι άλλοι ρεαλισμό. Και αν το 2012 το εκλογικό σώμα είχε φοβηθεί πως θα χάσει τα πάντα, το 2015 έπειτα από τρία χρόνια στασιμότητας, πάρτι Ακροδεξιάς και ελάχιστης οικονομικής βελτίωσης, το μόνο που φαίνεται να επιθυμεί είναι μια αλλαγή. Για κάποιους, όλο αυτό μπορεί να φαίνεται αυτοκαταστροφικό. Για όσους παρατηρούν νηφάλια, λογικό.
Το ερώτημα είναι τι συμβαίνει αν την ώρα που το σύνδρομο του αδικημένου ποδηλάτη φουντώνει και παραβιάζεται άλλο ένα καθεστωτικό φανάρι, έρχεται ένα (γερμανικό) αυτοκίνητο να συναντήσει το ρίσκο της παράνομης ανεμελιάς.Είναι το ερώτημα με το οποίο θα ζήσουμε το επόμενο διάστημα. Δεν φαίνεται να υπάρχει άλλος δρόμος –ούτε ποδηλατόδρομος ασφαλώς.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ