Επικρατεί η εσφαλμένη άποψη, σε ορισμένους πολιτικούς κύκλους, ότι για να λυθεί το οικονομικό πρόβλημα της ανάκαμψης – ανάπτυξης της οικονομίας αρκεί μια κεϊνσιανού τύπου αύξηση της συνολικής ενεργού ζήτησης. Σύμφωνα με την άποψη αυτή μια τυφλή «οριζόντια» αύξηση εισοδημάτων με «πολιτική» απόφαση και χωρίς καμία διεύρυνση της εισοδηματικής βάσης στον ιδιωτικό τομέα αρκεί για την επανεκκίνηση της οικονομίας.
Ως τρόπο επίτευξης μιας τέτοιας οικονομικής πολικής προτείνουν:
–την αύξηση του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα,
–την αύξηση μισθών στο Δημόσιο και την αύξηση του ήδη μεγάλου αριθμού δημοσίων υπαλλήλων. Ενώ όμως είναι αυτονόητο ότι σε μια αύξηση εισοδημάτων θα αυξηθεί η συνολική ενεργός ζήτηση (δεν χρειάζεται να έχει ντοκτορά από την Οξφόρδη για να το καταλάβει κανείς), η πολιτική αυτή δεν δίνει μακροχρόνια διατηρήσιμη λύση για την ελληνική οικονομία.
Και τούτο διότι σε μια τέτοια περίπτωση θα αυξηθούν κατά κύριο λόγο οι εισαγωγές, άρα θα ενισχυθούν η ξένη παραγωγική δραστηριότητα και το εσωτερικό εισαγωγικό εμπόριο, ενώ θα αυξηθεί παράλληλα και το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου. Το 2009 το συνολικό έλλειμμα του εξωτερικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ήταν 14% επί του ΑΕΠ, μη διατηρήσιμο και κατά συνέπεια χρηματοδοτούμενο από δανεικά!
Η αύξηση της συνολικής ενεργού ζήτησης είναι ασφαλώς ένα σημαντικό ζητούμενο για την επανεκκίνηση της οικονομίας. Εχει σημασία όμως και η προέλευση της αύξησης της ζήτησης αν θέλουμε να είναι μακροχρόνια διατηρήσιμη, έτσι ώστε να μη στηρίζεται σε εξωτερικό δανεισμό.
Η επιπλέον ζήτηση θα πρέπει να προέλθει από εισοδήματα που θα δημιουργηθούν με αύξηση της απασχόλησης σε νέες επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας. Οι νέες αυτές επιχειρήσεις πρέπει να είναι εξωστρεφείς για να αυξάνουν την εσωτερική ρευστότητα της οικονομίας φέρνοντας φρέσκο χρήμα στην αγορά από το εξωτερικό.
Πρέπει δηλαδή:
–να υποκαθιστούν εισαγωγές
–να πραγματοποιούν εξαγωγές προϊόντων ή υπηρεσιών σε άλλες χώρες.
Απαιτούνται και πολλές πρόσθετες αλλαγές σε θεσμικό επίπεδο. Πάνω απ’ όλα όμως χρειάζεται ένα εθνικό σχέδιο στρατηγικής ανάπτυξης με στοχευμένες επενδύσεις σε επιχειρήσεις εξωστρέφειας.
Μεγάλο εμπόδιο στην προσπάθεια αυτή αποτελεί η ανυπαρξία διαθέσιμων κρατικών πόρων για πραγματοποίηση δημόσιων επενδύσεων, ενώ σε κατάσταση αναμονής (wait and see) βρίσκονται και τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης στην αξιοπιστία της χώρας. Η οικονομία βρίσκεται έτσι εγκλωβισμένη σε μια διπλή παγίδα ανυπαρξίας επενδύσεων και έντονης ύφεσης. Η έξοδός της από αυτήν τη διπλή παγίδα απαιτεί την πραγματοποίηση ενός επενδυτικού σοκ, το οποίο μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με συγκέντρωση εξωγενών κεφαλαίων, ύστερα από πολιτική απόφαση, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Στόχος της πολιτικής αυτής θα είναι η προσπάθεια να πεισθούν οι αγορές ότι η ελληνική οικονομία αποτελεί οριστικά αναπόσπαστο μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Η «επιπόλαιη» και απλουστευμένη άποψη ότι αρκεί να αυξήσουμε με «πολιτικές» αποφάσεις τους μισθούς απαιτεί νέο εξωτερικό δανεισμό, ο οποίος όμως με τις διεθνείς αγορές κλειστές για το Δημόσιο και τις τράπεζες είναι αδύνατος.
Ο κ. Θ. Κ. Βάρδας είναι οικονομολόγος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ