Η επιθυμία, τόσο ισχυρή, διαστρεβλώνει τη λογική, φτιάχνει δικούς της νόμους. Η απειλή της ουράνιας τιμωρίας δεν στέκεται ικανή να αναχαιτίσει την ορμή των ενστίκτων. Ακόμη και οι θεοί «θα την έκαναν θεότητα και θα προσκυνούσαν την ομορφιά της όπως προσκυνάω εγώ εκείνους» επιμένει ο Τζιοβάνι μιλώντας για την αδελφή του. Αφού γεννήθηκαν από το ίδιο σώμα, αφού το ίδιο αίμα κυλάει στις φλέβες τους, δεν θα μπορούσαν να έχουν «μία ψυχή, μία σάρκα, μία αγάπη, μία καρδιά, τα πάντα ένα;» αναρωτιέται ενώπιον του μοναχού Μποναβεντούρα, που κάνει το παν για να τον μεταπείσει. «Ω, Τζιοβάνι! Ικέτεψε τους Ουρανούς να σε εξαγνίσουν από τη λέπρα της λαγνείας» τον παροτρύνει ο τρομαγμένος γέροντας, προειδοποιώντας τον παρορμητικό νέο ότι αν δεν εγκαταλείψει το αμαρτωλό μονοπάτι στο οποίο έχει αφήσει τις ορέξεις του να κατρακυλήσουν, τότε «ο θάνατος θα στεγάσει τη λαγνεία σου». Αμετανόητος ο Τζιοβάνι θα προχωρήσει στην εκδήλωση των συναισθημάτων του. Αυτή είναι η μοίρα του, επιμένει. Η θερμή ανταπόκριση της Αναμπέλα διώχνει την αβεβαιότητα, απογειώνει το πάθος τους. Τα δυο αδέλφια μπορούν τώρα να παραδοθούν ο ένας στα χάδια του άλλου. Τα δάκρυα θλίψης και μαρασμού που χάραζαν βράδια ατέλειωτα τα μάγουλά τους μπορούν πια αβίαστα να μετατραπούν σε δάκρυα χαράς και ηδονής.
Στον μυστικό τους παράδεισο θα εισβάλουν αργά ή γρήγορα ανεπιθύμητοι επισκέπτες. Η εγκυμοσύνη της Αναμπέλα θα επαναφέρει στο προσκήνιο όλους αυτούς τους μνηστήρες που με βδελυγμία η καλλονή τούς έκλεινε κατάμουτρα την πόρτα. Η προοπτική του γάμου της με τον Σοράντσο αρχίζει να κλονίζει τον Τζιοβάνι. «Αδελφή μου, μην υποτάσσεσαι τόσο στη γυναικεία φύση σου, σκέψου και μένα» την παρακαλεί καθώς εκείνη γλιστράει από τον έλεγχό του για να εισέλθει στη σφαίρα της κοινωνικής αναγκαιότητας και υποκρισίας.
Οσο εκείνη μετανοεί, τόσο εκείνος εξαγριώνεται. Τα όνειρα ηδονής δίνουν τη θέση τους σε σκέψεις σφαγής. Αν ο Σοράντσο τα έχει μάθει όλα και σχεδιάζει εκδίκηση, τότε ο Τζιοβάνι θα τον προλάβει πάση θυσία: αν πρώτος αυτός κατέκτησε την καρδιά της, πρώτος αυτός θα την εξοντώσει επίσης. Αφού μαχαιρώσει την αδελφή του, θα ξεριζώσει κυριολεκτικά την καρδιά από το στήθος της και θα την περιφέρει περίτρανα ως τρόπαιο του διεστραμμένου θριάμβου του ενώπιον όλων των επιφανών κατοίκων της Πάρμα. Σε αυτή την κούρσα εκδίκησης κερδίζει ο πιο αδίστακτος, αυτός με τις πιο ακραίες φαντασιώσεις επιβολής και κυριαρχίας. «Τα σχέδιά του είναι τόσο γκροτέσκα, τόσο αδιανόητα και αλλόκοτα, ώστε μόνο εκείνος, από όλους τους εκδικητές του έργου, μπορεί να ξεπεράσει τον εαυτό του. Διαθέτει εκείνη την παρανοϊκή ευρύτητα οράματος που αντιμετωπίζει με άνεση κάθε ενδεχόμενο» γράφει ο A. Π. Χόγκαν επισημαίνοντας την αδιαφορία με την οποία ο Τζιοβάνι αντιδρά στον ξαφνικό θάνατο του πατέρα του, που ο ίδιος ο γιος του προκάλεσε.
Αν οι Ρομαντικοί σχολιαστές του έργου του Φορντ εγκωμιάζουν τον ανατρεπτικό, επαναστάτη συγγραφέα που βρίσκει στην αιμομιξία τη μόνη πιθανή επιλογή για όσες ηρωικές προσωπικότητες ζουν μέσα σε μια στενόμυαλη, συμβατική, παράλογη κοινωνία, οι σύγχρονοι μελετητές μιλούν για μια ιδιαίτερα σύνθετη δραματική κατασκευή, που παρουσιάζει όλη την γκάμα κοινωνικής παραφοράς –τον εγωισμό, τη δίψα για εξουσία, τη ζήλια, την εκδικητική μανία –καθώς και τις μεθόδους με τις οποίες αυτή αποκρούεται, κουκουλώνεται ή εκτονώνεται πάνω σε αθώα θύματα. «Οσο περισσότερο πάθος φλογίζει τη ζήλια ενός ήρωα, όσο περισσότερο η σκληρότητά του πηγάζει από τη λαγνεία του, τόσες περισσότερες οι πιθανότητες να βρεθεί αντιμέτωπος με την κοινωνική απομόνωση και έναν βίαιο θάνατο […] Μόνο οι ψυχροί, οι αγνοί και οι λογικοί αποδεικνύονται ασφαλείς» καταλήγει ο Χόγκαν τονίζοντας το μέγεθος της ειρωνείας –τραγικής και όχι μόνο –με την οποία ο συγγραφέας τυλίγει το έργο του καλώντας τους θεατές να αναρωτηθούν γύρω από την αληθινή φύση της δικαιοσύνης.
Εξετάζοντας το σύνθετο αυτό πλέγμα, ο Δημήτρης Λιγνάδης αποφάσισε να καταφύγει στην αποστασιοποίηση: τοποθέτησε λοιπόν ολόκληρη τη δράση μέσα σε ένα μετα-θεατρικό πλαίσιο, σύμφωνα με το οποίο το «Κρίμα που είναι πόρνη» παρουσιάζεται ως μεσαιωνικό Μυστήριο από τα μέλη ενός εκκλησιάσματος που θέλουν να αναπαραστήσουν υποδειγματικές ιστορίες με θέμα την κόλαση, τον παράδεισο, τους αμαρτωλούς εραστές, τη φρικτή τιμωρία τους κ.ο.κ. Στόχος του προφανώς ήταν να παίξει με εκείνη τη θεατρικά αθώα εποχή, όταν ερασιτέχνες εθελοντές αναβίωναν ιστορίες από τη Βίβλο μέσα στις εκκλησίες προς τέρψιν και παραδειγματισμό. Το αποτέλεσμα όμως που παρουσιάζεται στη σκηνή του θεάτρου Χώρα αγγίζει τα όρια του τραγελαφικού: κατ’ αρχήν οι μισοί ηθοποιοί ακολουθούν αυτή τη σκηνοθετική οδηγία, ενώ οι άλλοι μισοί όχι. Αλλά ακόμη και αυτοί που την ακολουθούν, στην προσπάθειά τους να παίξουν επιτηδευμένα άτεχνα («ψεύτικα» θα λέγαμε αλλιώς), το κάνουν με τρόπο τόσο ανέμπνευστο, τόσο χοντροκομμένο, τόσο εξόφθαλμο και πρωτόλειο, ώστε ούτε να τους λυπηθούμε δεν καταφέρνουμε. Τέλος πάντων, όλο αυτό το πράγμα –παίζω, δεν παίζω, δεν αποφασίζω, εσείς τι λέτε; –καταντάει εξαντλητικό για τον θεατή που δεν αισθάνεται τελικά καμία επιθυμία να ακολουθήσει ούτε μια μονίμως κλαμένη, ζαρωμένη, τσαλαπατημένη Μαρία Κίτσου (Αναμπέλα) ούτε έναν ξεψυχισμένο στα όρια του ανύπαρκτου Δημήτρη Πασσά (Τζιοβάνι) αλλά και κανένα από τα χαζοχαρούμενα «παιχνίδια» (βλ. ομαδικά όργια, μαστιγώματα κ.ο.κ.) στα οποία επιδίδονται επί σκηνής οι άτυχοι ηθοποιοί της παράστασης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ