Η ανισότητα, αν και είναι η πραγματική αιτία των οικονομικών μας δεινών, διατηρείται στις πλούσιες χώρες γιατί οι άνθρωποι εξακολουθούν να πιστεύουν στις αρχές της αδικίας.

Ο υπέρμαχος της ισότητας J-J. Rousseau υποστήριζε πως η φύση έκανε τους ανθρώπους ίσους και ο πολιτισμός τους κατέστησε άνισους. Με άλλα λόγια, θεωρούσε ότι οι ανισότητες ανάμεσα στους ανθρώπους έχουν κοινωνική προέλευση.

Στη σύγχρονη εποχή, η M. Thatcher θεωρούσε δεδομένο και αυτονόητο ότι οι διαφορετικές ικανότητες, όπως το διαφορετικό ύψος του κάθε ατόμου, είναι καθορισμένες εκ γενετής κι έτσι ο άνθρωπος έχει ελάχιστη ή καμία δύναμη να αλλάξει αυτή τη μοιραία ετυμηγορία.

Η παραπάνω αρχή δεν είναι η μόνη που συντηρεί την ανισότητα. Στις διάφορες αρχές, που δεν αντέχουν σε μια λογική επιχειρηματολογία, συγκαταλέγονται και οι πεποιθήσεις : ο ελιτισμός και ο αποκλεισμός. Ο ελιτισμός είναι αποδοτικός γιατί το καλό των πολλών ενισχύεται με την προώθηση των ικανοτήτων των προνομιούχων και ο αποκλεισμός είναι απαραίτητος για την κοινωνική υγεία, ενώ η απληστία είναι καλή για τη βελτίωση της ζωής. Με βάση τις ψευδείς πεποιθήσεις, η συλλογική μας δυστυχία, που οφείλεται στην αστόχαστη και απαθή υποταγή μας στην κοινωνική ανισότητα, συνεχίζεται και αυτοσυντηρείται. Η παράνοια του κοινωνικού στάτους ενισχύεται από την τηλεόραση και το διαδίκτυο.

Κατά τον J-P. Sartre είμαστε καταδικασμένοι να είμαστε ελεύθεροι και πάντα θα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με πάνω από ένα δρόμο μπροστά μας. Οι παράγοντες που διαμορφώνουν τις επιλογές μας είναι η μοίρα και ο χαρακτήρας μας. Η μοίρα καθορίζει το εύρος των ρεαλιστικών δυνατοτήτων μας, αλλά ο χαρακτήρας μας είναι αυτός που επιλέγει μεταξύ αυτών. Το ποια από τις δυνατότητες θα επιλεγεί εξαρτάται από την πραγματικότητα, δηλαδή την εξωτερική αντίσταση στις επιθυμίες μας. Όσο υψηλότερο είναι το κοινωνικό τίμημα μιας επιλογής, τόσο μικρότερη είναι η πιθανότητα να επιλεγεί.

Από το ξεκίνημά του αυτός ο αιώνας δεν φαίνεται να δημιουργεί περιβάλλον για αλληλεγγύη και φιλική συνεργασία των ανθρώπων. Σε τούτη την

πραγματικότητα κυριαρχούν η απληστία και η διαφθορά, ο ανταγωνισμός και η ιδιοτέλεια. Το γεγονός αυτό οδηγεί στην καχυποψία και τη διαρκή επαγρύπνηση.

Η οικονομική μεγέθυνση, η διαρκώς αυξανόμενη κατανάλωση και ο ανταγωνισμός οδήγησαν στον απορυθμισμένο και εξατομικευμένο κόσμο μας. Αυτός ο κόσμος πρέπει να αλλάξει, αλλά πώς;

Πρώτα πρέπει να στοχαστούμε το πόσο μεγάλο είναι το χάσμα ανάμεσα στα ιδεώδη και την πραγματικότητα, στις λέξεις και τις πράξεις. Αν οι αξίες μας και συνεπώς οι λέξεις που χρησιμοποιούμε για να κοινωνούμε τις αξίες μας δεν ταιριάζουν με τη δύναμη αυτού που ονομάζουμε πραγματικότητα, τότε τι εξυπηρετούμε (Z. Bauman, Πλούτος και Ανισότητα, Εκδόσεις 8, 2014);

Από πολιτικό κόμμα που διεκδικεί την εξουσία υπάρχει η τάση μιας διόρθωσης: αφού η πραγματικότητα (όπως την οριοθετήσαμε παραπάνω) αντιστέκεται στην ανθρώπινη βούληση, να τεθεί τέρμα στην πραγματικότητα! Έτσι θα ζούμε σ’ έναν κόσμο φτιαγμένο μονάχα από τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας…

Δεν θα ήταν πιο ρεαλιστικό, αυτός ο πολιτικός φορέας να ασχοληθεί με την καταπολέμηση των ψευδών πεποιθήσεων που φέρουν τη μεγαλύτερη ευθύνη για την κατάρα της κοινωνικής ανισότητας;

* Ο Καθηγητής Χρήστος Β. Μασσαλάς είναι π. Πρύτανης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.