Δεν πρόλαβε να μπει το 2015 και μας τραβάει από το μανίκι. Πριν τελειώσει ο πρώτος του μήνας θα έχουμε νέα κυβέρνηση. Οι διεκδικητές της εξουσίας μάς προτείνουν διαφορετικούς δρόμους για τη σωτηρία της χώρας. Εχουμε να αποφασίσουμε ανάμεσα σε διαφορετικές λύσεις. Πίσω από τις επιλογές του τρόπου σωτηρίας επιμένει ένα κεφαλαιώδες ερώτημα: Αν θα σωθούμε. Το ερώτημα απαιτεί υπεύθυνη απάντηση από τους πολίτες. Είναι όμως αυτονόητο ότι προϋποθέτει μια δεσμευτική απάντηση από τους πολιτικούς.
Στο πεδίο αυτό η ΝΔ έχει πλεονέκτημα. Το αφήγημά της είναι απλό. Αν καταλάβει την πρώτη θέση, θα συνεχίσει στην πορεία που διέκοψε η αποτυχημένη προεδρική εκλογή, επενδύοντας στη σταδιακή μετακίνηση της ευρωπαϊκής δημοσιονομικής πολιτικής προς την κατεύθυνση της «ποσοτικής χαλάρωσης», η οποία δεν θα άρει βέβαια την αυστηρή δημοσιονομική επιτήρηση. Το πλεονέκτημα της ΝΔ έρχεται μαζί με μια δέσμη από μειονεκτήματα. Πίσω από τη διόρθωση των δημοσιονομικών μεγεθών βιώσαμε την αδυναμία της άρχουσας πολιτικής τάξης να θέσει σε προτεραιότητα τη διασφάλιση των στοιχειωδών κοινωνικών αγαθών μιας ευρωπαϊκής δημοκρατίας έναντι της εξασφάλισης των όρων της κομματικής επικυριαρχίας της, που ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για τη σημερινή μας κατάσταση.
Τα μειονεκτήματα της απερχόμενης συγκυβέρνησης συνιστούν πλεονέκτημα για τους εναλλακτικούς διεκδικητές της εξουσίας. Πολλά από τα αιτήματα του ΣΥΡΙΖΑ είναι πραγματικά αιτούμενα: κοινωνική δικαιοσύνη και κράτος δικαίου, κοινωνικό κράτος, δικαιότερη φορολογία και πάταξη της φοροδιαφυγής, άρση των συμφύσεων πολιτικών και επιχειρηματικών συμφερόντων, δηλαδή της λεγόμενης «διαπλοκής». Ωστόσο η ικανοποίηση αυτών των αιτημάτων αναγγέλλεται από τον ΣΥΡΙΖΑ ότι θα επιδιωχθεί με πολιτικές που απέχουν από το ισχύον ευρωπαϊκό κοινωνικό και οικονομικό πρότυπο. Με αυτούς τους υποκείμενους όρους ο ΣΥΡΙΖΑ προσέρχεται στη συζήτηση για το δημόσιο χρέος. Υπό την έννοια αυτή, η διεκδίκηση δεν αφορά τη μετατροπή της Ελλάδας σε «κανονική ευρωπαϊκή χώρα», αλλά την αλλαγή της ευρωπαϊκής κανονικότητας.
Τον περασμένο Σεπτέμβριο στη Θεσσαλονίκη ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ παρουσίασε την κυβέρνηση ως οπισθοφυλακή του «ευρωπαϊκού πολιτικού κατεστημένου» και το κόμμα του ως εμπροσθοφυλακή των «δυνάμεων του αύριο» που ξεφυτρώνουν στον «πολύπαθο ευρωπαϊκό Νότο». Κάτω από αυτό το πρίσμα τίθεται η ακόλουθη «πάγια θέση» του ΣΥΡΙΖΑ: «H Ελλάδα δεν αποτελεί ειδική περίπτωση και η κρίση χρέους δεν είναι ελληνική αλλά ευρωπαϊκή. Γι’ αυτό και ζητάμε τη σύγκληση Ευρωπαϊκής Διάσκεψης Χρέους για τη διαχείριση της υπερχρέωσης της ευρωζώνης».Με δυο λόγια, δανειστές και δανειζόμενοι πρέπει να γίνουν συριζαίοι και ως συριζαίοι να προσέλθουν στα εθνικά τους κοινοβούλια.
Με αυτή την προσέγγιση, ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικεί από τους έλληνες ψηφοφόρους εντολή να επιδιώξει τη σωτηρία της Ευρώπης μέσα από την πολιτική της αναμόρφωση, αλλά δεν δεσμεύεται για τη σωτηρία της Ελλάδας στην περίπτωση μη επίτευξης του ευρωπαϊκού στόχου του. Αυτό είναι κρισιμότατο ζήτημα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μπαίνει στη γωνία όταν οι πολιτικοί του αντίπαλοι του ζητούν επίμονα να εκθέσει δημόσια τη διαπραγματευτική του τακτική και ιδιαίτερα να παράσχει τη διαβεβαίωση ότι δεν θα προβεί σε «μονομερείς ενέργειες». Ομως, ακόμα κι αν είναι άβολο απέναντι στο εκλογικό σώμα, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ έχει δίκιο σε τούτο: «Η διαπραγμάτευση προϋποθέτει –αν μη τι άλλο –διαφωνία για το επίδικο αντικείμενο». Αν η διαπραγμάτευση του ΣΥΡΙΖΑ πρόκειται να έχει κάποιο περιεχόμενο διαφορετικό από αυτό της διαπραγμάτευσης της σημερινής συγκυβέρνησης, είναι ανοησία (στην πραγματικότητα, είναι μια πολιτική παγίδα των αντιπάλων του στη διεκδίκηση της εξουσίας) να απαιτείται από τον ΣΥΡΙΖΑ να προσέλθει δηλώνοντας εκ προοιμίου ότι θα συμφωνήσει με την άλλη πλευρά του τραπεζιού. Κάτι τέτοιο ισοδυναμεί με δήλωση προσχώρησης.
Ωστόσο, και με αυτή την παραδοχή, το ευρύτερο πλαίσιο πρέπει να είναι σαφές. Η χώρα τελεί σε κατάσταση συντεταγμένης χρεοκοπίας. Η μεταβολή αυτής της κατάστασης σε άτακτη χρεοκοπία σημαίνει εθνική καταστροφή. Το επιχείρημα ότι δεν υπάρχει μηχανισμός αποβολής χώρας από την ευρωζώνη είναι ανίσχυρο. Εξοδος από το ευρώ πραγματοποιείται αυτοβούλως, ως μόνη επιλογή, από χώρα της ευρωζώνης που τίθεται σε καθεστώς άτακτης χρεοκοπίας.
Πρέπει λοιπόν να ξεκαθαρίσουμε ποιο θα είναι το περιεχόμενο της εξουσιοδότησης που θα δώσουν οι πολίτες στον ΣΥΡΙΖΑ, εφόσον τον αναδείξουν στην κυβέρνηση. Αν το κάνουν, θα έχουν προφανώς εγκρίνει τη γενική πολιτική του κατεύθυνση. Αλλά είναι προφανές ότι δεν θα έχουν παράσχει πολιτική εξουσιοδότηση συλλογικής αυτοκτονίας. Η απαίτηση να μην καταστραφεί η χώρα είναι πάγιος θεμελιακός όρος του διαρκούς πολιτικού συμβολαίου.
Για τα παραπάνω, αρκεί η ρητή δέσμευση εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ ότι υπό τη διακυβέρνησή του η χώρα δεν θα οδηγηθεί σε άτακτη χρεοκοπία και ότι η εφαρμογή οποιουδήποτε μέτρου εξαγγέλλει, και συγκεκριμένα του «προγράμματος της Θεσσαλονίκης», τίθεται υπό την αίρεση αυτής της εξασφάλισης. Στο κείμενο της ομιλίας του κ. Τσίπρα στη Θεσσαλονίκη διαβάζω: «Αναλαμβάνουμε την ευθύνη και δεσμευόμαστε απέναντι στον ελληνικό λαό για ένα Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης, με το οποίο θα αντικαταστήσουμε το Μνημόνιο από τις πρώτες κιόλας μέρες της νέας διακυβέρνησης, προτού και ανεξάρτητα από την έκβαση της διαπραγμάτευσης». Είναι φανερό ότι το τελευταίο μέρος αυτής της δήλωσης ανοίγει την πόρτα της εθνικής καταστροφής και συνεπώς πρέπει να ανασκευαστεί.
Ο Αλέξης Καλοκαιρινός διδάσκει στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ