Υπάρχει η παθιασμένη αγάπη και μετά υπάρχει η ιδανική αγάπη. Στην πρώτη το ζευγάρι περπατάει με τις παλάμες σφιχτά πιασμένες και σιγά-σιγά αρχίζει να τις κουνάει πέρα-δώθε με δύναμη. Στη δεύτερη οι δύο εραστές κάθονται στο παγκάκι με τα μάγουλά τους κολλημένα για ώρες ατελείωτες, μέχρι που τους βρίσκει το ξημέρωμα. Τα πουλιά κελαηδούν, οι περαστικοί τούς χαζεύουν, τα παιδάκια γελάνε μαζί τους, αλλά εκείνοι δεν νοιάζονται, ακόμη κι αν ο ένας από τους δύο αποκοιμιέται.
Ετσι περιγράφει η καλοσυνάτη Μαρί την αγάπη της για τον Βολφ, τον πορτιέρη. Η αγάπη της Τζούλι και του Λίλιομ, όμως, είναι λίγο διαφορετική. Ξαφνική, χωρίς πολλά προκαταρκτικά, κατευθείαν στα δύσκολα. Τρικυμισμένη, πότε πνίγεται στη γλυκύτητα, πότε εκτονώνεται άγαρμπα, μέσα από τα βίαια ξεσπάσματα του Λίλιομ, που αρνείται να συμβιβαστεί με τις απαιτήσεις της πραγματικότητας, που νιώθει αιχμάλωτος και ευάλωτος, που πνίγεται μέσα στα δάκρυα της Τζούλι. Μια αγάπη ανομολόγητη, άγουρη, αδέξια, που παλεύει στα τυφλά και που ίσως να τα έβγαζε πέρα αν δεν πληγωνόταν τόσο μοιραία από ένα κουζινομάχαιρο, αυτό που αρπάζει ο Λίλιομ πανικόβλητος για να σωθεί.
Πόσα χρόνια χρειάζονται για να μπει στην άκρη ο εγωισμός; Δεκαέξι, όλα «σε πύρινο κλοιό… μέχρις ότου καυτηριαστούν η περηφάνεια και το πείσμα που κρύβει μέσα του» διατάζει ο πταισματοδίκης του Τμήματος Αυτοκτονιών στα ουράνια δικαστήρια. «Για τους πλούσιους, φίνα μουσική και άγγελοι. Για μας… μόνο δικαιοσύνη. Στον άλλον κόσμο δεν θα έχει τίποτε άλλο εκτός από δικαιοσύνη» λέει ο απατεώνας Φισκάρ. Το λαβωμένο σώμα του Λίλιομ αιμορραγεί δίπλα στις γραμμές του τρένου, ενώ δύο αστυνομικοί –αυτοί που θα τον είχαν συλλάβει αν είχαν προλάβει –ανταλλάσσουν παράπονα σχετικά με το νέο μισθολογικό καθεστώς που τους βρίσκει ριζικά αντίθετους.
Αν είχε πετύχει το σχέδιο, όλα θα ήταν τόσο διαφορετικά. Ο Λίλιομ θα είχε αποφύγει να επιστρέψει ως κράχτης στα αλογάκια του λούνα παρκ: ωραία δουλειά, καμία αντίρρηση, αλλά βαρέθηκε να κάνει το δόλωμα στα κοριτσάκια και ταυτόχρονα να ικανοποιεί την αφεντικίνα του. Οσο για τη θέση του επιστάτη σε «ένα σπίτι χωρίς ενοίκιο, με κουζίνα και κότες», θα την είχε περιφρονήσει κι αυτή. Θα είχε αρπάξει το χρήμα και θα είχαν δραπετεύσει εγκαίρως στην Αμερική. Εκεί θα έκαναν νέα αρχή, εκεί θα γεννιόταν και το μωρό…
Τώρα δεν θα το γνωρίσει ποτέ. Ή μήπως οι ουρανοί έχουν άλλα σχέδια; Δεκαέξι χρόνια. Μια τελευταία ευκαιρία. Μια μέρα στη γη. Μια επίσκεψη στην κόρη του. «Είναι δυνατόν κάποιος να σε χτυπήσει δυνατά, πολύ δυνατά, κι όμως να μη σε πονέσει καθόλου;» ρωτάει η δεκαεξάχρονη Λουίζ τη σαστισμένη μητέρα της μετά τη συνάντηση με τον πατέρα της. Η Τζουλί ξέρει. Το είχε καταλάβει από την πρώτη στιγμή: ότι η διαφορά ανάμεσα σε έναν τύραννο και έναν άγιο μπορεί στο τέλος να βρεθεί αμελητέα.
Γραμμένο το 1909, το έργο του ούγγρου συγγραφέα αποδείχθηκε ιδιαίτερα δημοφιλές το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, ενώ το 1934 μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από τον Φριτς Λανγκ. Στο «Λίλιομ» βασίστηκε επίσης ένα από τα πιο γνωστά μιούζικαλ των Ρότζερς – Χαμερστάιν, το «Carousel». Πρόκειται για ένα ελκυστικό παραμύθι που συνδυάζει τον ήρωα-ρεμάλι με χρυσή καρδιά, τον μεγάλο άτυχο έρωτα, το ταξίδι στο Υπερπέραν και το μάθημα της πραγματικής αγάπης, αυτής της θαυματουργής δύναμης που μεταμορφώνει ακόμη και τις πιο αλαζονικές ψυχές υπερβαίνοντας αβίαστα τις ασφυκτικές διαστάσεις του χωροχρόνου. Μια ιστορία συγκινητική, το ανέβασμα της οποίας έχει νόημα μόνο αν είναι σκηνοθετικά διατεθειμένος κανείς να φλερτάρει με τα «φαντασμαγορικά» στοιχεία της: να υπερτονίσει το μελόδραμα (μοναδική ευκαιρία προσφέρουν η ερωτική εξομολόγηση στο προσκέφαλο του ετοιμοθάνατου, η αυτοκτονία με μαχαίρι, το αστέρι-δώρο του μετανοημένου πατέρα στην κόρη που ποτέ δεν γνώρισε κ.ο.κ.), να εκμεταλλευθεί τόσο την ατμόσφαιρα του λούνα παρκ όσο και τον σουρεαλισμό του «ουράνιου δικαστηρίου», να στήσει μια ατμόσφαιρα απρόβλεπτη, ένα παιχνίδι φαντασίας, χιούμορ και θεατρικότητας. Δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί σε αυτή την πρόκληση ο Θωμάς Μοσχόπουλος. Αν και μοιάζει να υποψιάστηκε τις δυνατότητες του υλικού που είχε στα χέρια του, αρκέστηκε σε μια μάλλον τυποποιημένη αναπαράσταση του «μαγικού» κόσμου του λούνα παρκ: ηθοποιοί που φοράνε κεφαλές μονόκερων, καθώς και δύο συγκρουόμενα αυτοκινητάκια επί σκηνής δίνουν περισσότερο την αίσθηση ξεθυμασμένων κατάλοιπων από παλαιότερες παραστάσεις με παρόμοια θεματολογία παρά μιας φρέσκιας πρότασης επί του θέματος. Το μόνο που συντηρεί κάπως το ενδιαφέρον μας είναι οι φιλότιμες προσπάθειες των ηθοποιών: η γοητευτική άνεση του Γιώργου Χρυσοστόμου ως Λίλιομ, η ήρεμη δύναμη της Αννας Καλαϊτζίδου ως Τζούλι και η κωμική σπιρτάδα της Εμιλυς Κολιανδρή ως Μαρί. Συμπαθής η Φιλαρέτη Κομνηνού ως μαυροφορεμένη επιχειρηματίας Κυρία Μούσκατ, θα μπορούσε ίσως να ξεφύγει περισσότερο από την πεπατημένη και να προσδώσει μεγαλύτερη ιδιαιτερότητα στο πορτρέτο του ρόλου της.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ