ΤΟ ΒΗΜΑ –NEW YORK TIMES
Πριν από λίγες μέρες, την παραμονή των Χριστουγέννων, ο – ας πούμε – Ρέντσο και η Λουτσία μπήκαν στη νέα λαμπερή Alfa Romeo τους και πήγαν στο διαμέρισμα των παππούδων τους στο κέντρο του Μιλάνου για το παραδοσιακό οικογενειακό δείπνο της βραδιάς.
Όλοι ήταν ντυμένοι κομψά. Η γιαγιά με το κόκκινο βίντατζ Valentino φόρεμά της είχε βάλει άρωμα Acqua di Parma. Ο παππούς, με το κασμιρένιο πουλόβερ του Loro Piana, χαλάρωνε σε μια πολυθρόνα Poltrona Frau. Η θεία Στεφανία ήταν πανέμορφη με το Gucci φόρεμά της. Και τι φαΐ ! Κλασικά ριγκατόνι Buitoni και σαλάτα με ελαιόλαδο Carapelli. Στα ποτήρια κρασί Chianti Gallo Nero και μεταλλικό νερό San Pellegrino.
Μετά από την παραδοσιακή μοτσαρέλα Santa Lucia, ακολούθησε το περίφημο μιλανέζικο πανετόνε Motta με αφρώδες κρασί Gancia. Ο καφές συνοδευόταν μεσοκολατάκια Baci Perugina. Και υπήρχε ένα δώρο –έκπληξη για τη Λουτσία: τα σκουλαρίκια Bulgari που πάντα επιθυμούσε.
Δεν υπάρχει πιο ιταλική παραμονή Χριστουγέννων από αυτή. Προσοχή όμως: πειράζει που κανένα – ούτε ένα…- από τα παραπάνω προϊόντα δεν ανήκει πια σε Ιταλούς;
Η Alfa Romeo, που ιδρύθηκε στο Μιλάνο το 1910, ανήκει σήμερα στον όμιλο Fiat Chrysler Automobiles που εδρεύει στην Ολλανδία. Ο οίκος Valentino έχει πουληθεί στην εταιρεία Mayhoola του Κατάρ. Η Acqua di Parma, που κυκλοφορεί από το 1916, ανήκει σήμερα στον γαλλικό όμιλο πολυτελών προϊόντων LVMH, όπως και ο Loro Piana. Η Poltrona Frau, που ιδρύθηκε στο Τορίνο το 1912 από τον Ρέντσο Φράου, πουλήθηκε τον περασμένο Φεβρουάριο στην αμερικανική εταιρεία επίπλων Haworth. Ο Γκούτσιο Γκούτσι άνοιξε το κατάστημά του στη Φλωρεντία το 1921 αλλά σήμερα η εταιρεία ανήκει στον γαλλικό όμιλο Kering. Τα ζυμαρικά Buitoni, που κυκλοφορούν από το 1827 και έχουν πάρει το όνομά τους από τον ιδρυτή τους, Τζιοβάνι Μπατίστα Μπουιτόνι, ανήκουν στον ελβετικό όμιλο Nestle στον οποίο ανήκει και το San Pellegrino.
Πολλές χαρακτηριστικές ιταλικές φίρμες πουλήθηκαν πρόσφατα σε ξένες εταιρείες. Η Ducati, που κατασκευάζει μηχανές από το 1926, ανήκει σήμερα στη γερμανική Audi. Η μπύρα Peroni (1846) αγοράστηκε από τη νοτιοαφρικανή ποτοποιία SABMiller το 2003. Οι σοκολάτες Pernigotti (1868) ανήκουν στον τουρκικό όμιλο Toksoz. Ο οίκος μόδας Fendi (1925) πέρασε στον γαλλικό LVMH in 1999.
Η παγκοσμιοποίηση δεν αφορά μόνο την Ιταλία. Ωστόσο, το ότι καταβροχθίζονται τόσο πολλές από τις αγαπημένες μας φίρμες είναι αξιοσημείωτο και λίγο ανησυχητικό. Πρώτα απ’ όλα η ίδια η Ιταλία: οι ξένοι εντόπισαν γρήγορα τις δυνατότητες οτιδήποτε ιταλικού και το προωθούν σε όλο τον κόσμο. Η Ιταλία φέρνει στον νου τα ευχάριστα πράγματα της ζωής _ τέχνη, μουσική, καλό φαγητό, υπέροχο κρασί, σικ ντιζάιν και ζηλευτό λαϊφστάιλ.
Πολλά δήθεν ιταλικά προϊόντα δεν σχεδιάζονται καν ούτε κατασκευάζονται στην Ιταλία. Οι ΗΠΑ εισάγουν ιταλικά είδη διατροφής αξίας μόλις 2 δισ. δολαρίων τον χρόνο αλλά τα «ιταλικού τύπου» τρόφιμα που πωλούνται στις ΗΠΑ κάθε χρόνο αξίζουν 20 δισ. δολάρια.
Τα τυριά Grana Padano και Parmigiano-Reggiano έχουν τις περισσότερες απομιμήσεις παγκοσμίως: οι Αμερικανοί φτιάχνουν την «παρμεζάν», οι Βραζιλιάνοι το «παρμεζάο» και οι Αργεντίνοι το «ρετζιανίτο».
Βεβαίως, πολλές ιταλικές εταιρείες γνωρίζουν τις δυνατότητες μιας ιταλικής φίρμας και έχουν γίνει πασίγνωστες στο εξωτερικό χωρίς να πουληθούν σε μεγάλους ξένους ομίλους: η Prada, ο Armani, το Campari, η Barilla, η Ferrero Nutella, η Pirelli και η Jacuzzi.
Ανάμεσα στους νεοφερμένους είναι η εταιρεία της Βερόνας Giovanni Rana, της οποίας οι πωλήσεις φρέσκων ζυμαρικών αυξάνονται 20% τον χρόνο με τις περισσότερες πωλήσεις να γίνονται στο εξωτερικό. Η εταιρεία άνοιξε πέρσι στη Νέα Υόρκη ένα εστιατόριο ονόματι Pastificio and Cucina, όπου οι πελάτες μπορούν να αγοράσουν φρέσκα ζυμαρικά ή να τα φάνε επί τόπου.
Υπάρχει μια εύγλωττη λεπτομέρεια σχετικά με την εξάπλωση της Rana στην Αμερική η οποία εξηγεί πολλά για την μετανάστευση ιταλικών εταιρειών και την κατασκευή των προϊόντων τους στο εξωτερικό. Το νέο εργοστάσιο της Rana στο Ιλινόι έγινε πλήρως λειτουργικό μέσα σε επτά μήνες. Η επέκταση του αρχικού εργοστασίου στη Βερόνα πήρε επτά χρόνια λόγω της πληθώρας κανονισμών και της αργοπορίας των εργολάβων. Είναι αυτός ένας από τους λόγους γιατί τόσες πολλές ιταλικές φίρμες προτιμούν να ζουν στο εξωτερικό;

*Ο κ. Beppe Severgnini είναι αρθρογράφος της «Corriere della Sera»