Θα πήγαινε να παραλάβει την Τέτη και ύστερα τη Μαρίνα και θα συνέχιζαν προς το εστιατόριο. Λίγο προτού αναχωρήσει, κάλεσε την Τέτη: «Σε δέκα λεπτά κατέβα, πάρε και τη Μαρίνα και πες της να είναι έτοιμη». Μπήκε στο αυτοκίνητο, έβαλε στο CD Player τις «Μικρές Κυκλάδες» και ξεκίνησε. Είχε ακούσει τη «Μαρίνα», τον «Μικρό βοριά», τα «Ελληνάκια», τη «Μάγια» και την ώρα που «Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα» εκείνη έμπαινε στο πάρκινγκ κάτω από το γραφείο της.
«Τι θέλω εδώ;» αναρωτήθηκε, όταν χτύπησε το κινητό της. Ηταν η Τέτη: «Ξεροσταλιάζω στο πεζοδρόμιο εδώ και 20 λεπτά, πού είσαι;». Αφαιρέθηκε και παρασύρθηκε από τη δύναμη της συνήθειας. Να παραδεχτεί ότι είχε ξεχάσει τις φίλες της; Οτι για αλλού ξεκίνησε και αλλού κατέληξε; Βρήκε μια δικαιολογία. (Της λένε ότι έχει το μυαλό της διαρκώς στη δουλειά και πως πρέπει να πάρει αποστάσεις. Δεν δίνει σημασία.) Την επομένη έκλεισε θέσεις για το Μέγαρο, μαζί με την εξαδέλφη της, τη Μία.
Μία εβδοµάδα µετά έφθασαν στο ταμείο: «Υπάρχουν δύο θέσεις στο όνομά μου». «Ποιο είναι το όνομά σας;». Αυτό το θυμόταν, ακόμη! Οπως θυμόταν και ότι είχε κλείσει τα εισιτήρια που δεν έβρισκαν. Και που δεν θα τα έβρισκαν ποτέ γιατί η εκδήλωση είχε γίνει τρεις ημέρες πριν! Ζήτησε συγγνώμη από τη Μία που την έτρεχε στους δρόμους χωρίς λόγο (και είχε φτιάξει και τα μαλλιά της ειδικά για την περίσταση) και επέστρεψε σπίτι προβληματισμένη για την αφηρημάδα της. «Εχεις φορτωθεί υπερβολικές ευθύνες στη δουλειά, στην οικογένεια, παντού», αποφάνθηκε ένας φίλος, «πάτα φρένο, θα λαλήσεις».

Λάλησε προχθές, γύρω στις 12 τα μεσάνυχτα. Ηταν στο γραφείο, ερείπιο από μια δύσκολη ημέρα που είχε ξεκινήσει στις 5 το πρωί. Μάζεψε τα πράγματά της και συνεννοήθηκε με τη συνάδελφο που έπαιρνε μαζί της στην επιστροφή: «Βγες μπροστά, πάω να φέρω το αυτοκίνητο». Ξεπάρκαρε και έφυγε. Τη στιγμή που ξεκλείδωνε την πόρτα του σπιτιού της θυμήθηκε ότι κάτι είχε ξεχάσει. Τη συνάδελφο! Της τηλεφώνησε: «Πού είσαι;». «Στο γκαράζ. Σε ψάχνω. Φοβήθηκα πως κάτι συνέβη!». Τι άλλο να συμβεί για να καταλάβει ότι η μηχανή είχε αρχίσει να… χάνει λάδια;
Της σύστησα το «Εργασιοµανείς: Αξιοσέβαστοι εθισμένοι» της Μπάρμπαρα Κίλινγκερ και το «Βελτιώστε τη μνήμη σας» του Τζόναθαν Χάνκοκ. Επιχείρησα να την τρομάξω με ιστορίες παρανοημένων γυναικών που καθηλωμένες σε ολόλευκα δωμάτια απήγγελλαν αδιάκοπα τη λίστα με τα ψώνια («μανταλάκια, σαλάμι, μπατονέτες, ψωμί για τοστ…»). Της διάβασα μια συνέντευξη της Βικτόρια Μπέκαμ όπου εξομολογείται ότι η εργασιομανία της έχει βλάψει την προσωπική ζωή της –εδώ γελάνε.

Μου είπε ότι αν δεν πατήσει «τέρµα γκάζι», δουλειά δεν γίνεται. Απάντησα ότι µε το πόδι κολληµένο στο γκάζι κάποια στιγµή θα πέσεις στον τοίχο και της θύµισα τη γιαγιά που απέδιδε τη διαύγεια του πνεύµατός της σε µια καθηµερινότητα «δίχως πιέσεις και υποχρεώσεις! Τα πέταγα από πάνω µου και συνέχιζα». Την είχαµε χαρακτηρίσει γαϊδούρα, αλλά ζηλέψαµε τα 105 χρόνια της. Σήµερα θεωρώ ότι από τη γιαγιά –«δεν µε νοιάζει κανένας και τίποτε» –ως τη φίλη –«θυσιάζοµαι για όλους και όλα» –υπάρχει το ενδιάµεσο µοντέλο, του ανθρώπου που έχει µέτρο. Το µέτρο είναι η λύση! Μου υποσχέθηκε «θα το εφαρµόσω από αύριο». Το ίδιο βράδυ τηλεφώνησε για να ρωτήσει: «Κάτι πρέπει να κάνω από αύριο, αλλά δεν θυµάµαι τι». Είναι τελικά πιο σοβαρά τα πράγµατα από όσο νόµιζα! Δέκα λεπτά αργότερα µε ξαναπήρε από το κινητό: «Κόπηκε το ρεύµα. Είναι µπλακάουτ ή ξέχασα να πληρώσω τον λογαριασµό;».

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ