Θέλετε να σας πω ποια είναι η διαφορά του «Τιτανικού» από την Ελλάδα; Ο «Τιτανικός» βυθίστηκε μια κι έξω, προτού γίνει ταινία με τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο.
Αντιθέτως, η Ελλάδα βυθίζεται κάθε τρεις και λίγο.
Διότι, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, η παράξενη χώρα μας έχει πάρει σβάρνα την τελευταία πενταετία όλα τα πιθανά και απίθανα παγόβουνα.
Το 2010 χρεοκόπησε χαμογελαστά από το Καστελόριζο –ο δε πλοίαρχος του τότε ναυαγίου προσπαθεί αυτές τις ημέρες να φτιάξει καινούργιο καράβι για να επιστρέψει στην πλοήγηση!..
Το 2011 το πλήρωμα είχε τη φαεινή ιδέα ενός δημοψηφίσματος και η χώρα βρέθηκε με ένα πόδι έξω από την ευρωζώνη προτού αναγκαστεί να αλλάξει πλήρωμα.
Επτά μήνες αργότερα, το 2012, η Ελλάδα ήταν πια με ενάμισι πόδι έξω από το ευρώ και πήρε αναστολή μόνο χάρη σε ένα οριακό εκλογικό αποτέλεσμα.
Εκτοτε η κατάσταση σταθεροποιήθηκε, ίσως και να βελτιώθηκε. Αλλά αυτό δεν την εμποδίζει να τρέχει πάλι με τα χίλια να πέσει πάνω στο παγόβουνο της προεδρικής εκλογής κινδυνεύοντας να βυθιστεί αύτανδρη στην πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα.
Το έργο, δηλαδή, το έχουμε περίπου ξαναδεί. Και δυστυχώς δεν παίζει ο Ντι Κάπριο αλλά άλλοι, πολύ πιο ατάλαντοι πρωταγωνιστές.
Το σενάριο είναι απλό. Ισως απλοϊκό.
Κάποτε υπήρχε μια μικρή και καλή χώρα που τιμωρήθηκε σκληρά από κάτι κακούς ξένους που ζήλευαν την ομορφιά της. Της έκοψαν τα γλέντια και τα ξοδέματα κάπως άγαρμπα και ίσως ανισόρροπα αλλά της έδωσαν κι έναν σκασμό δανεικά για να μη χρεοκοπήσει.
Εκτοτε η μικρή και καλή χώρα ορκίστηκε να ανταποδώσει το κακό που έπαθε.
Αλλά, αντί να προσπαθήσει να γίνει καλύτερη, υγιέστερη και ισχυρότερη, θέλει να εκδικηθεί εκείνους που της έκοψαν τα γλέντια. Διακινδυνεύοντας κάθε τρεις και λίγο να τιμωρήσει απλώς τον εαυτό της.
Δυστυχώς, δεν έχει γραφτεί ακόμη το τέλος του σεναρίου. Πράγμα που σημαίνει ότι όλα τα ενδεχόμενα παραμένουν ανοιχτά και όποιος δεν το καταλαβαίνει είναι ο πρώτος υποψήφιος για να ρίξει τη χώρα στο επόμενο παγόβουνο.
Ασφαλώς μπορούμε να αποφασίσουμε μεταξύ μας ότι δεν υπάρχουν παγόβουνα ή ότι ακόμη κι αν πέσουμε πάνω τους δεν θα πάθουμε τίποτα. Καμία αντίρρηση –αλλά την τελευταία λέξη την έχει πάντα το παγόβουνο…
Μπορούμε ακόμη να αποφασίσουμε μόνοι μας ότι εμείς έχουμε δίκιο και ότι κανείς δεν μπορεί να μας επιβάλει τι θα κάνουμε. Καμία αντίρρηση και σε αυτό –αλλά και οι χριστιανοί στο Κολοσσαίο είχαν δίκιο απέναντι στα λιοντάρια, μόνο που στο τέλος κέρδιζαν τα λιοντάρια…
Με άλλα λόγια, το τέλος του σεναρίου δεν είναι μια υπόθεση ατάκας ούτε παπάρας ούτε καν ηθικής και δικαιοσύνης.

Είναι μια υπόθεση συσχετισμού δυνάμεων μέσα σε μια διαπραγμάτευση.

Αυτό είναι όλη η ουσία της υπόθεσης.
Και η χώρα μπαίνει κάθε τρεις και λίγο σε περιπέτειες ακριβώς επειδή αυτή την ουσία προσπαθεί να την αγνοήσει, να την ξεγελάσει ή να την προσπεράσει. Είναι ένας πρωτοφανής αυτισμός σε συνδυασμό με μια απίστευτη αμεριμνησία για τα πραγματικά δεδομένα.
Ετσι η ορχήστρα συνεχίζει απτόητη να παίζει, οι τραγουδιστές να τραγουδούν και τα ζευγάρια να στροβιλίζονται στην πίστα. «Λεφτά υπάρχουν!» ακόμη και για το τραπέζι του μπακαρά.
Αλλά το πλοίο βρίσκεται και πάλι αντιμέτωπο με το παγόβουνο. Με το ναυάγιο. Και οι υποψήφιοι να αναλάβουν την πλοήγηση προσπαθούν να μας πείσουν ότι μια χώρα μπορεί και να βυθιστεί και να επιπλεύσει ταυτοχρόνως.
Είναι, λέει, θέμα διαπραγμάτευσης.

Διεστραμμένα μυαλά

Στην Ελλάδα πολλοί αρέσκονται να πιστεύουν ότι γύρω μας συμβαίνουν πολλά πράγματα που δεν λέγονται.
Η πραγματικότητα είναι ότι μάλλον λέγονται περισσότερα από όσα συμβαίνουν.
Ξεκινήσαμε για μια προεδρική εκλογή με «πιέσεις, υποσχέσεις και ανταλλάγματα που θυμίζουν παλιές αμαρτωλές εποχές», όπως είχε σπεύσει να μας προϊδεάσει από τον Σεπτέμβριο ο Ν. Κωνσταντόπουλος.
Στη διαδρομή ακούστηκαν τα πιο τερατώδη σενάρια από τα πιο διεστραμμένα μυαλά.
Και καταλήγουμε αύριο στο τέλος της διαδρομής με μοναδικό αξιοσημείωτο παρατράγουδο τη φαρσοκωμωδία γύρω από τις καταγγελίες Χαϊκάλη.
Γελάσαμε, δεν λέω. Αλλά αναρωτιέμαι τελικά μήπως αντί να γελάμε με την καρδιά μας θα έπρεπε να κλαίμε με τα χάλια μας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ