Με τη δημιουργία της ευρωζώνης και τη μετέπειτα παγκόσμια οικονομική κρίση, μια σειρά από σοβαρά ρήγματα εμφανίστηκαν στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Τα αποτελέσματα της κρίσης ενέτειναν τον εθνικισμό των κρατών-μελών, έναν εθνικισμό που πήρε την πιο ακραία μορφή του με την άνοδο της ευρωφοβικής και ξενοφοβικής Ακρας Δεξιάς. Επιπλέον, η αγανάκτηση εναντίον της «γραφειοκρατίας των Βρυξελλών», του δημοκρατικού ευρωπαϊκού ελλείμματος καθώς και η γκωλικής προέλευσης αντίθεση της Γαλλίας στην πολιτική ενοποίηση υπήρχαν μεν και πριν από την κρίση, αλλά εντάθηκαν ακόμη περισσότερο όταν οι οδυνηρές επιπτώσεις της κρίσης εισέβαλαν στην καθημερινότητα των πολιτών.
Το δύσκολο παρόν


Πολλές από τις παραπάνω αδυναμίες αποδόθηκαν, σωστά κατά τη γνώμη μου, όχι μόνο στην παγκόσμια κρίση αλλά και στη δομή της ευρωζώνης. Η Γερμανία, ως κυρίαρχη οικονομική δύναμη, αποφάσισε να καταπολεμήσει την ύφεση επιβάλλοντας λιτότητα στην ευρωζώνη, κυρίως στις λιγότερο ανταγωνιστικές, υπερχρεωμένες χώρες του Νότου. Αυτό οδήγησε στην ένταση της ύφεσης, στην εκτόξευση της ανεργίας και των ανισοτήτων καθώς και στην περιθωριοποίηση/φτωχοποίηση μιας σημαντικής μερίδας του πληθυσμού. Η παραπάνω στρατηγική όχι μόνο διέλυσε τον κοινωνικό ιστό της ΟΝΕ αλλά την κατέστησε τον αδύναμο κρίκο του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος. Ομως η γερμανίδα καγκελάριος εξακολουθεί τη νεοφιλελεύθερη πολιτική της, παρ’ όλο που αυτού του είδους η ιδεολογική τύφλωση αρχίζει να έχει επιπτώσεις στην ίδια τη γερμανική οικονομία.
Σε αυτό το δυσμενές πλαίσιο, γενικεύοντας κάπως, η αντίθεση μεταξύ Βορρά και Νότου, μεταξύ του πιο ανταγωνιστικού κέντρου και των λιγότερο ανταγωνιστικών οικονομιών της ευρωπαϊκής περιφέρειας, εντάθηκε. Οσο για την ιδέα της αλληλεγγύης, αυτή εξαφανίστηκε. Οι γερμανοί φορολογούμενοι άρχισαν να διαμαρτύρονται για τη βοήθεια που δίνεται στον Νότο, ιδίως στην Ελλάδα, η οποία όντως κατέχει τα πρωτεία της υπερχρέωσης και της κακοδιαχείρισης. Γιατί, αναρωτιούνται οι γερμανοί πολίτες, να δίνουμε ένα μέρος του πλούτου μας στους «άσωτους» Νοτιοευρωπαίους; Σε αυτή τη λογικοφανή επιχειρηματολογία δεν λαμβάνεται υπόψη η αντίθετη «άνιση συναλλαγή» μεταξύ ευρωζωνικού κέντρου και περιφέρειας. Λόγω της χαμηλής ανταγωνιστικότητας, υπάρχει μια συνεχής μεταφορά πόρων από τον Νότο στον Βορρά. Μέσω αυτής της μεταφοράς η Γερμανία κερδίζει περισσότερα απ’ ό,τι χάνει δίνοντας βοήθεια στην περιφέρεια. Νομίζω πως στο πλαίσιο του κοινού νομίσματος αυτή η δομική ανισορροπία είναι η κυριότερη αδυναμία της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής. Δεν είναι δυνατόν να επιβιώσει η ΟΝΕ χωρίς μια ριζοσπαστική αλλαγή της βασικής δομής της, χωρίς σοβαρούς αναδιανεμητικούς μηχανισμούς μεταξύ κέντρου και περιφέρειας. Αυτό βέβαια προϋποθέτει μια νέα πολιτική που να βασίζεται στην αλληλεγγύη και όχι στην κυριαρχία του οικονομικά ισχυρότερου. Προϋποθέτει όχι μόνο την τραπεζική ενοποίηση αλλά και την πολιτική και κυρίως την κοινωνική ενοποίηση της Ευρώπης. Μόνο έτσι μπορεί η τελευταία να καταστεί σοβαρός παίκτης στην παγκόσμια οικονομική και γεωπολιτική αρένα.
Υπάρχει μέλλον;


Υπάρχει δυνατότητα μιας Ευρώπης ενωμένης και αλληλέγγυας; Είναι δύσκολο αλλά δυνατό. Η Γερμανία ως κυρίαρχη δύναμη μπορεί να παίξει τον πιο καθοριστικό ρόλο. Γιατί μπορεί οι γερμανοί ψηφοφόροι να το αγνοούν, αλλά οι γερμανικές ελίτ ξέρουν πολύ καλά πως μια πιθανή διάλυση της ΟΝΕ θα υποσκάψει τα μακρόχρονα συμφέροντα της χώρας τους. Με την άνοδο των αναδυόμενων οικονομιών η Γερμανία, αργά ή γρήγορα, θα καταστεί παίκτης τρίτης κατηγορίας στο πλαίσιο της παγκόσμιας οικονομίας. Για τη στιγμή, η κυρία Μέρκελ το καταλαβαίνει αυτό, αλλά επιμένει σε κάτι αδύνατο. Θέλει να προχωρήσει την ενοποίηση αλλά συγχρόνως να κρατήσει τον νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα της ευρωζώνης. Αν τελικά διαλέξει το δεύτερο, και η χώρα της και οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες δεν θα κερδίσουν περισσότερη αυτονομία, όπως λανθασμένα υποστηρίζουν. Το αντίθετο. Θα παίζουν, όλο και περισσότερο, δευτερεύοντα ρόλο στο παγκόσμιο γίγνεσθαι.
Από τους G2 στους G3


Τα παραπάνω μάς οδηγούν στον πιθανό ρόλο της ΕΕ στην παγκόσμια οικονομία. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να ξεκινήσουμε από τη διαπίστωση πως μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης η παγκόσμια οικονομία, τουλάχιστον ιδεοτυπικά, αποτελείται από τρεις τύπους καπιταλισμού:
–τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, όπου οι ΗΠΑ παραμένουν κυρίαρχες,
–τον ανερχόμενο αυταρχικό καπιταλισμό, όπου ο κύριος παίκτης είναι ο κινεζικός κολοσσός,
–τον πιο αδύνατο ημισοσιαλδημοκρατικό/ «σοσιοφιλελεύθερο» ευρωπαϊκό καπιταλισμό. Αυτό το μοντέλο έχει μια μακρά ιστορία φιλολαϊκών, κοινωνικών επιτευγμάτων (κυρίως στη «χρυσή εποχή» της Σοσιαλδημοκρατίας, 1945-1975). Αν η Ευρώπη προχωρήσει σε μια αλληλέγγυα ενοποίηση, αν δηλαδή περάσει από τη νεοφιλελεύθερη σε μια νεοσοσιαλδημοκρατική οργάνωση, θα καταστεί ο τρίτος ισχυρός παίκτης στον παγκόσμιο οικονομικό και γεωπολιτικό χώρο. Θα περάσουμε δηλαδή από τους G2 στους G3. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, η Ευρώπη σίγουρα θα συμβάλει καθοριστικά σε έναν πιο δημοκρατικό, ανθρώπινο κόσμο.
Τέλος, λέγεται συχνά πως μετά την άνοδο της Ασίας η Δύση έχει αρχίσει να χάνει την πρωτοκαθεδρία της. Αν όμως η Ευρώπη ενωθεί και οι ΗΠΑ συνεχίσουν την τεχνολογική πρωτοπορία τους, δεν θα δούμε μια παγκόσμια ασιατική ηγεμονία. Στα χρόνια που έρχονται θα δούμε μια δυαρχία ή, σε περίπτωση μιας ευρωπαϊκής ενοποίησης, μια τριαρχία: ΗΠΑ, Κίνα, Ευρώπη. Οι τρεις καπιταλιστικές υπερδυνάμεις θα συνεχίσουν βέβαια να έχουν ανταγωνιστικά συμφέροντα. Οπως όμως όλες οι χώρες λόγω της ραγδαίας παγκοσμιοποίησης αλληλοσυνδέονται ακόμη πιο στενά, τα κοινά συμφέροντα των G3 θα ισχυροποιηθούν. Συμφέροντα όπως η καταπολέμηση της τρομοκρατίας (θρησκευτικής και κοσμικής), των διάφορων εγκληματικών παγκόσμιων δικτύων (ναρκωτικά, εμπορία ανθρώπων κτλ.), της τεραστίων διαστάσεων οικολογικής καταστροφής. Πάνω απ’ όλα όμως θα έχουν το κοινό συμφέρον διαχείρισης της παγκόσμιας οικονομίας κατά τρόπο που οι επόμενες οικονομικές κρίσεις να είναι λιγότερο καταστροφικές. Θα έχουν, με άλλα λόγια, το κοινό συμφέρον να αμβλύνουν την τωρινή παγκόσμια δικτατορία των αγορών.
Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη London School of Economics.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ