Το κείμενο που ακολουθεί είχε δημοσιευθεί πριν από τρία χρόνια («Καιροί ου μενετοί», «Athens Review of Books», 31.12.2011). Δεν χρειάστηκε να αλλάξω τίποτε το ουσιαστικό. Οσα έγραφα τότε ισχύουν και σήμερα. Ο παγκόσμιος καπιταλισμός αυτοκαταστρέφεται και συνάμα προσπαθεί να βγει ανανεωμένος και ισχυρότερος από την κρίση –δεν θα είναι η πρώτη φορά. Η υφήλιος θα εξακολουθήσει να υφίσταται τη χειρότερη κρίση της ιστορίας της. Η Ευρωπαϊκή Ενωση, μολονότι απειλείται, θα επιβιώσει –όπως και αν πολιτευθεί, με τη μια μορφή ή με την άλλη, διζωνική ή ενιαία, μεγάλη ή μικρότερη. Και η Ελλάδα θα υποφέρει περισσότερο από όλες τις λίγο-πολύ ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου.
Εμείς ακόμη ομφαλοσκοπούμε, συζητώντας αν η Ελλάδα θα «επιλέξει» την Ευρώπη ή την απομόνωση, την «ανεξαρτησία» ή την «εξάρτηση» –λες κι έχουμε εμείς μονάχα την επιλογή και όχι οι άλλοι. Ακόμη χειρότερα: ξεχνάμε ή αγνοούμε ότι το κράτος μας ήταν αδιάκοπα εξαρτημένο, διακόσια χρόνια τώρα, από δανειστές και μεγάλες δυνάμεις. Και ότι τότε οι αυτοκρατορίες που μας διαφέντευαν ήταν πολύ στυγνότερες από την Ευρωπαϊκή Ενωση. στην οποία, επιτέλους, αποκτήσαμε φωνή και ψήφο. Τώρα που χάσαμε τη φωνή μας, προσπαθούμε με μυκηθμούς να χάσουμε και την ψήφο.
Οι ηγέτες μας, κυβερνητικοί και αντιπολιτευόμενοι, παλαιοί και δήθεν νέοι, δεξιοί και αριστεροί, στην καλύτερη περίπτωση αμαθείς ή αδιάφοροι, στη χειρότερη μωροφιλόδοξοι, εγωπαθείς ή φαύλοι, μας βαυκαλίζουν και μας διχάζουν, άλλοι με μια πολιτική που νομίζουν ότι θα παραπλανήσει την Ευρώπη, άλλοι με τη δήθεν εθνική κυριαρχία και την «ανεξαρτησία» της κακομοιριάς ή της επαιτείας που μας περιμένει. Σε αυτούς απευθύνομαι, ως απαυδισμένος πολίτης: σε όσους θα μας κυβερνήσουν στους μήνες που έρχονται, όποιοι και αν είναι, με την οποιαδήποτε σύνθεση και τον οποιονδήποτε συμβιβασμό που θα σκαρφιστούν. Σε αυτούς, όχι επειδή έρχονται εκλογές που δεν έχουν καμιά αξία και κανένα λόγο να γίνουν, αλλά επειδή, απλούστατα, δεν τους μένει χρόνος.
Για να καταλάβουμε το γιατί, ας φανταστούμε την Ελλάδα στα χρόνια που έρχονται. Το αν θα υποφέρει λιγότερο ή περισσότερο από την κρίση δεν είναι το μόνο πρόβλημα. Ακόμη σημαντικότερο είναι το αν θα επιβιώσει στην περίπτωση μιας πολύ μεγάλης καταστροφής, πέρα από αυτές που η κρίση θα εξακολουθήσει να συσσωρεύει. Επειδή μεγάλες καταστροφές μπορεί να φέρουν αναπάντεχα η Τύχη, η Φύση και η ανθρώπινη βλακεία, εγχώρια ή ξενόφερτη.
Παραδείγματος χάριν, πώς άραγε θα επιβιώσει μια απομονωμένη και δραχμοβίωτη Ελλάδα αν τυχόν αύριο…

οι θερινοί άνεμοι κάψουν τη μισή επικράτεια και όλο το τουριστικό εισόδημα μιας χρονιάς;

αν μας τύχαινε ένας σεισμός που θα ξεσπίτωνε 100.000 οικογένειες και θα άφηνε εκατοντάδες νεκρούς και χιλιάδες τραυματίες;

αν τιναζόταν στον αέρα ο βουλγαρικός πυρηνικός σταθμός στο Κοζλοντούι, 200 χιλιόμετρα από τα ελληνικά σύνορα;

αν τυχόν ένας παλαβός στρατηγός μας «ξάφνιαζε» με μια ωραία δικτατορία και μάλιστα με τη στήριξη της ελληνικής καρικατούρας του ναζισμού;

αν μια προβοκάτσια η μια τρομοκρατική πράξη ενός ξετρελαμένου φανατικού, Ελληνα, Τούρκου ή Βορειομακεδόνα, έσερνε την Ελλάδα σε πόλεμο με την Τουρκία ή με τον ακατονόμαστο βαλκανικό μας γείτονα;

αν ένας μικρός πυρηνικός πόλεμος στη Μέση Ανατολή, 1.500 χιλιόμετρα από την Αθήνα, άφηνε ανάπηρους εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνες;
Οι επιπόλαιοι, οι ανόητοι και οι μοχθηροί θα βρουν αμέσως απάντηση: «κινδυνολογία». Απάντηση εύκολη, εύπεπτη, δημαγωγική. Οι λογικοί άνθρωποι, όμως, όταν ζουν σε κρίσιμες περιστάσεις, αντιλαμβάνονται ότι όσο λίγες και αν είναι οι πιθανότητες να συμβεί ένα ακραίο κακό, ο κίνδυνος είναι τόσο μεγάλος που δεν αξίζει να παίξουν στα ζάρια την επιβίωσή τους. Σε κρίσιμες περιστάσεις σαν τις σημερινές, μια σοβαρή χώρα δεν επιβιώνει εξορκίζοντας το κακό με ανέμελη αισιοδοξία, αλλά προβλέποντας ακόμη και τις απίθανες εξελίξεις, καλές ή κακές, και προετοιμάζοντας, με ψυχραιμία και με ομόνοια, τη θωράκισή της απέναντι σε όσα μπορεί να φέρει η τύχη.
Η στήριξη της ελληνικής οικονομίας σε ένα διεθνές νόμισμα και η παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση δεν είναι θέματα μιας οποιασδήποτε επιλογής: είναι θέματα επιβίωσης. Αυτό το πιστεύει μια μεγάλη πλειονότητα των συμπολιτών μας, όπως δείχνουν όλες οι δημοσκοπήσεις. Το αντιλαμβάνονται άραγε και αυτοί που θα μας ξανακυβερνήσουν;
Ο κ. Γιώργος Β. Δερτιλής είναι τακτικός καθηγητής (directeur d’ études) στην École des Hautes Études en Sciences Sociales.