Με τη συμπλήρωση εφέτος 100 χρόνων από τη δολοφονία του Jean Jaurès δεν σημειώθηκαν μόνο αποδοκιμασίες προς τον πρόεδρο Hollande (για την ασκούμενη πολιτική του βλ. «Τα Νέα», 30.8.2014, άρθρο του Γ. Μηλιού). Ούτε απλώς κυκλοφόρησαν μονογραφίες για τον «επαναστατικό ρεφορμισμό», όπως αυτή του Jean-Paul Scot που ξαναφέρνει τον Jaurès κοντά στον Marx.
Ως προς την ελληνική πολιτική σκέψη αρκετά νωρίς, στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, όσοι σταδιοδρόμησαν στο Παρίσι (P. Argyriadès) ή απλώς έζησαν κάποιο χρονικό διάστημα στη γαλλική πρωτεύουσα (Στ. Καλλέργης) γνώρισαν από κοντά τον ίδιο και τα κείμενά του. Στις αρχές του 20ού αιώνα εμφανίζονται οι πρώτες ελληνικές μεταφράσεις άρθρων του Jaurès, κυρίως από την «Humanité», στην «Ανάστασιν» του Μαρίνου Αντύπα και στην «Ερευνα» του Πλ. Δρακούλη. Οσοι τότε τον μνημονεύουν επικαλούνται τη θέση του ότι η «πολιτική δημοκρατία πρέπει να καταλήξει στην κοινωνική δημοκρατία». Σχετικά νωρίς είχαν επίσης μεταφρασθεί εκτενή τμήματα των θεωρητικών έργων του (1922, 1926, 1927, 1929).
Ως προς τη συμβολή του στην ανάπτυξη της σοσιαλιστικής σκέψης, σε ποια σημεία κρίνεται αναγκαία η αναψηλάφησή της; Παρά τα επιφαινόμενα, των οποίων η σημασία μεγεθύνεται σε αρκετές απόπειρες ιδεολογικών μετατοπίσεων, «ο σκληρός πυρήνας» της πολιτικής θεωρίας του γαλλικού Διαφωτισμού έμεινε ως τις ημέρες μας ανέπαφος. Δηλαδή, ότι η πολιτική θεωρία α) έχει τη δυνατότητα να συγκροτηθεί ως επιστήμη της «πολιτικής μεταβολής», β) παράγεται από ορισμένη κοινωνική κατηγορία, τους διανοουμένους, οι οποίοι δεν αποκλείεται να τη θέσουν σε εφαρμογή και γ) θα επιδιωχθεί με κάθε τρόπο η ανάληψη της κρατικής εξουσίας για την πραγματοποίηση αυτής της «μεταβολής». Ο διανοούμενος του 18ου αιώνα, που προσδιοριζόταν με τα συνώνυμα πια «homme de lettres», «philosophe», «patriote» και «citoyen», απέκτησε σε μεγάλο βαθμό την οικονομική του ανεξαρτησία, έχοντας ένα ολοένα διευρυνόμενο κοινό για να πουλήσει αρκετά ανεμπόδιστα την πνευματική του εργασία ή να προσφέρει συναφείς «υπηρεσίες» στην ανασυντασσόμενη αστική κοινωνία της εποχής του. Ετσι είχε την ευκαιρία να συζητά και έξω από το αυλικό περιβάλλον για τα χρόνια και τα νέα κοινωνικά προβλήματα ως ειδικός για την επίλυσή τους ονομάζοντας με την ευθυκρισία του Voltaire (1734) τους κατεστημένους διαχειριστές «διάσημους παλιανθρώπους» («illustres méchants»). Αυτή η αποδοκιμασία των πολιτικών του «ancient régime» εδράζεται στην προσδοκία ότι η πολιτική θεωρία θα γίνει επιστήμη, εφόσον όλα κρίνονται στο φως του «ορθού λόγου» που δεν οπισθοχωρεί αντιμετωπίζοντας τις «σκοτεινές» πλευρές του κοινωνικού οργανισμού που ασθενεί. Η αντίληψη για τη «μεταβολή», που έχει ποιοτικό χαρακτήρα και αγκαλιάζει το σύνολο των επιτευγμάτων του «πολιτισμού» («civilization», κατά τον νεολογισμό της ίδιας περιόδου), καθώς επίσης η βεβαιότητα για την τεράστια παιδευτική δύναμη και τη γρήγορη εξάπλωση των λογικών ιδεών, έδιδε τα εχέγγυα για τη γέννηση μιας «επιστήμης που θα προβλέπει την πρόοδο του ανθρώπινου γένους» (Condorcet, 1794).
Aν οι «αστικές επαναστάσεις», όπως παρατηρούσε ο Marx (1852), ζουν λίγο καιρό, δεν σημαίνει ότι οι ιδεολογικές τους επιπτώσεις είναι βραχύβιες. Βέβαια η δέσμη των αντιλήψεων που συνιστά την «πολιτική λογική» –η πολιτική θεωρία ως επιστήμη της «πολιτικής μεταβολής», οι διανοούμενοι ως ενεργός κοινωνική κατηγορία, κατάληψη της κρατικής εξουσίας, πίστη στην πρόοδο και στην παιδευτική δύναμη των ιδεών –γνώρισε και κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης διαφορετικές εκδοχές που υπήρξαν καθοριστικές για την έκβασή της. Ορισμένες μάλιστα απ’ αυτές, που συναρτήθηκαν είτε με την οδυνηρή διαπίστωση του Babeuf ότι «η επανάσταση δεν τελείωσε» είτε με τη σαινσιμονική «τεχνοκρατική» σύλληψη του «χρυσού αιώνα» που βρίσκεται στο μέλλον και όχι στο παρελθόν (1814), επιβίωσαν αρχικά σε κλειστές συνωμοτικές ομάδες και νοηματοδότησαν, με τις μεταπλάσεις του Ιακωβινισμού και κυρίως με τις πρώτες σοσιαλιστικές κινήσεις, τα επαναστατικά γεγονότα του 1830, του 1848 και του 1871. Στη Γαλλία, όπου είχε μεσολαβήσει η κίνηση του θετικισμού και ο «επιστημονισμός» είχε ανανεώσει τους δεσμούς του με την Αριστερά, οι συνέπειες της καταστολής της Κομμούνας οδηγούσαν στην ανάγκη να διευρυνθεί το «νόμιμο» διαφωτιστικό έργο του Parti Ouvrier Français και των άλλων οργανωμένων σοσιαλιστικών κινήσεων. Σ’ αυτήν ακριβώς την περίοδο ανατιμάται η διανοητική εργασία, τόσο από τον Guesde όσο και από τον Grave, και ολοκληρώνεται η συζήτηση, που άρχισε με τον Kautsky (1895) για τους «travailleurs intellectuels», οπότε θα αυτονομηθεί ως ουσιαστικό πια ο όρος «intellectuel» που ξεφεύγει από τη στενή σημασία του «ανθρώπου των γραμμάτων» για να περιλάβει κάθε μορφή μισθωτής διανοητικής εργασίας.
Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ