Κανείς δεν έχει τιμωρηθεί ούτε εκδιωχθεί από την θεση του για τις τραγικές επιλογές που έκανε η πολιτεία πριν από είκοσι χρόνια στην ανάπτυξη των μεγάλων συγκοινωνιακών υποδομών της Ελλάδας.

Το Μετρό Θεσσαλονίκης πνέει τα λοίσθια με το δημόσιο να βρίσκεται για μία ακόμη φορά με την πλάτη στον τοίχο, παρόλο που όλοι γνώριζαν και τα οικονομικά προβλήματα του εργολάβου και την ιδιαίτερα χαμηλή προσφορά που έδωσε για να αναλάβει το έργο.

Η πολιτεία επέλεξε την μέθοδο της μελετοκατασκευής για το μεγαλύτερο δημόσιο έργο της χώρας, προϋπολογισμού 1 δισ. ευρώ, το οποίο δημοπράτησε με μελετητική ανεπάρκεια με αποτέλεσμα να ρίξει τους σταθμούς σε μπαλκόνια πολυκατοικιών, ρέματα και ενεργά ρήγματα, γνωρίζοντας, μάλιστα, τις αργές διαδικασίες της Δικαιοσύνης για την συντέλεση των απαλλοτριώσεων, που απαιτούν Ιώβειο υπομονή.

Ας μην ξεχνούμε βέβαια ότι η επιλογή του δημοσίου έργου έγινε εξ ανάγκης μετά από μία άκαρπη δεκαετία κατά τη διάρκεια της οποίας η πολιτεία προσπαθούσε να δημοπρατήσει το έργο με την μέθοδο της σύμβασης παραχώρησης, παρόλο που λίγοι πίστευαν στην δυνατότητα αυτοχρηματοδότησης του έργου, είκοσι χρόνια πριν. Ήταν λάθος.

Και φυσικά τότε όλοι χλεύαζαν τους αρχαιολόγους, οι οποίοι προειδοποιούσαν ότι η χάραξη του έργου που ζήτησε και πέτυχε ο δήμος Θεσσαλονίκης θα αποκάλυπτε μία ολόκληρη αρχαία πόλη, θα εκτίναζε το κόστος κατασκευής και θα προκαλούσε τεράστιες καθυστερήσεις.

Τα ίδια και χειρότερα έχει τραβήξει και ο σιδηρόδρομος, για τον οποίο είκοσι χρόνια πριν η πολιτεία έκανε την στρατηγική επιλογή να μην τρέχει με 300 χλμ/ώρα – όπως όλη η Δυτική Ευρώπη – αλλά με 150 χλμ/ώρα, δια της αναβάθμισης της υφιστάμενης γραμμής.

Δηλαδή, επέλεξε το «λίφτινγκ» των δικτύων που κατασκεύασαν μέσα από κατά βάση ατυχείς συμβάσεις στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα το Ελληνικό Βασίλειο και η Οθωμανική Αυτοκρατορία και οδήγησαν τελικά σε ζημιογόνες επιχειρήσεις, που κρατικοποιήθηκαν και μπήκαν στο «ψυγείο» των εξελίξεων.

Και σήμερα, έπειτα από ατυχέστατες συμβάσεις κατασκευής και προμηθειών, που οδήγησαν σε νέα γεφύρια της Άρτας στον σιδηροδρομικό ΠΑΘΕΠ, θριαμβολογούμε ότι το 2017 ίσως κάνουμε το ταξίδι Αθήνα – Θεσσαλονίκη σε 3,5 ώρες, όταν η υπόλοιπη Ευρώπη ταξιδεύει με τρένα – βολίδες.

Κανείς δεν ζήτησε από τους ανθρώπους που επέλεξαν να στείλουν την νέα σιδηροδρομική γραμμή στα έγκατα του όρους Καλλίδρομο, μετατρέποντας ένα έργο ρουτίνας στο δυσκολότερο τεχνικό εγχείρημα της Ευρώπης, να λογοδοτήσουν.
Κανείς δεν ζήτησε από τους ανθρώπους που τα έκαναν μαντάρα στο όρος Όθρυς, αλλά και όλους εκείνους που έφερναν τη μία συμπληρωματική σύμβαση πίσω από την άλλη και άφησαν πίσω τους αποδεκατισμένο δίκτυο, να λογοδοτήσουν.
Κανείς δεν ζήτησε εξηγήσεις για ψηφοθηρικά έργα άνευ λόγου, που δεν συνέβαλαν με ούτε ένα σεντ στην περιφερειακή ανάπτυξη κι εκθέτουν σήμερα διεθνώς τη χώρα μας, αφού στέκουν άδεια και αχρησιμοποίητα στα αεροδρόμιά μας.
Ο «λογαριασμός» στις συγκοινωνιακές υποδομές πάντα έρχεται με καθυστέρηση – και συνήθως την ώρα που δεν πρέπει. Είκοσι χρονια πριν η πολιτεία επαναδιαπραγματεύτηκε την σύμβαση του «Ελ. Βενιζέλος», μείωνοντας δραστικά την περίοδο παραχώρησης, κάτι που οδήγησε σε αύξηση των χρεώσεων – αν και ο συνήθης ύποπτος, το δημόσιο έχοντας το 55% της εταιρίας εξακολουθεί να εισπράττει τη μερίδα του λέοντος από τα έσοδα.

Και όταν δεν είμαστε μίζεροι ή κουτοπόνηροι, γινόμαστε μαξιμαλιστές. Φτιάξαμε ένα μεγάλο σχέδιο ανάπτυξης αυτοκινητοδρόμων για μία χώρα που πίστευε ότι θα αναπτύσσεται εσαεί και σήμερα βρίσκεται αποκλεισμένη από τις αγορές.

Για να σώσει τα έργα, η πολιτεία έριξε όλο το ΕΣΠΑ στους οδικούς άξονες. Όμως την ίδια στιγμή, η παλιά εθνική οδός, οι επαρχιακοί δρόμοι και τα χωριά της υπαίθρου γεμίζουν νταλίκες. Και παρόλο που είναι εμφανές ότι κάτι δεν κάνουμε καλά, «ράβουμε» παρόμοιο «κοστούμι» και για την Εγνατία, παρά το ότι οι ξένοι φορτηγατζήδες δίνουν δείγματα γραφής, «κανιβαλίζοντας» την παλιά εθνική οδό για να γλυτώσουν τα διόδια.

Στο παράλληλο ελληνικό σύμπαν, όπου όλα γίνονται με τα λεφτά των ξένων και ο λογαριασμός φτάνει κατόπιν εορτής, είναι κατεπείγουσα ανάγκη να εκλογικευτούμε και να βλέπουμε τα μεγάλα έργα με ορίζοντα μεγαλύτερο της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης.

Και αυτό διότι η ζημιά από το έλλειμμα στρατηγικής ενδέχεται να είναι ακόμη πιο μεγάλη και να διαρκέσει περισσότερο από ότι ο αποκλεισμός μας από τις αγορές.
Ευχής έργον θα είναι σε είκοσι χρόνια να μην χτυπάμε το κεφάλι μας στον τοίχο για τα λάθη που (πάμε να) κάνουμε σήμερα.