Η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας παραμένει ασταθής. Το δημοσιονομικό πλεόνασμα είναι κοινωνικά αποσταθεροποιητικό καθώς βασίζεται στην υπέρμετρη και άδικη φορολόγηση, περιορίζει τις αποταμιεύσεις και απαξιώνει περιουσιακά στοιχεία και παραγωγικούς πόρους. Το χρέος δεν εισέρχεται σε τροχιά μείωσης εξαιτίας της αμφισβήτησης των προσδοκόμενων ρυθμών ανάπτυξης, της εμμένουσας αυξητικής δυναμικής των επιτοκίων δανεισμού της χώρας, όσο και της επισφάλειας για την επίτευξη δημοσιονομικών πλεονασμάτων, που με τη σειρά τους τροφοδοτούνται από την κοινωνική και πολιτική αστάθεια.
Τα μέχρι σήμερα δεδομένα πιστοποιούν ότι ο έλεγχος του χρέους επιτυγχάνεται αποκλειστικά λόγω της ανάληψης τους από την ΕΕ με περιορισμένο επιτόκιο. Το 68,1% του συνόλου του εθνικού χρέους και το 92% του μακροπρόθεσμου δανεισμού της χώρας βρίσκεται στο Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης και ουσιαστικά είναι κατανεμημένο στα κράτη μέλη της Ένωσης.
Παράλληλα η ρευστότητα των τραπεζών και της οικονομίας εξασφαλίζεται από τις χρηματικές ροές από το ευρωσύστημα μέσω του TARGET (Διευρωπαϊκό Αυτοματοποιημένο Σύστημα Ταχείας Μεταφοράς Κεφαλαίων σε Συνεχή Χρόνο). Είναι χαρακτηριστικό ο όγκος των υποχρεώσεων της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), ανήλθε σε επίπεδα άνω του 90% για τα έτη 2012 που περιορίστηκε στο 30% περίπου για το 2013.
Με αυτά τα δυναμικά χαρακτηριστικά η χώρα αντιμετωπίζει το οριακό χρονικό σημείο ολοκλήρωσης του μνημονίου και του προστατευτικού περιβάλλοντος που εξασφαλίζει.
Πιθανή έξοδος της χώρας από το πλαίσιο χρηματοδοτικής προστασίας που συνεπάγεται η επιστασία της ΕΕ και του ΔΝΤ επί του προγράμματος προσαρμογών της ελληνικής οικονομίας (μνημόνιο), έχει ήδη αντιμετωπισθεί αρνητικά από τις αγορές με αύξηση των επιτοκίων δανεισμού. Η πολιτική και κυβερνητική αστάθεια έχουν προσθέσει σε αυτή την αύξηση. Η αμφισβήτηση της σχέσης της χώρας με την ίδια την ΕΕ και το ευρωσύστημα έχει επιδεινώσει περαιτέρω τις συνθήκες δανεισμού.
Πολιτικές εξελίξεις που ενδέχεται να καταλήξουν σε αλλαγή του νομισματικού καθεστώτος ή παραβίαση των συμβατικών δεσμεύσεων με την ΕΕ και την ΕΚΤ θα είχε ως ευθεία συνέπεια την ανακοπή χρηματοδότησης (sudden stop2), από το ευρωσύστημα και τον καταλυτικό περιορισμό της ποσότητας του χρήματος που θα
είναι διαθέσιμη για την εξυπηρέτηση των οικονομικών συναλλαγών. Παράλληλα θα επηρέαζε το χρέος και τους όρους εξυπηρέτησης του.
Είναι αποκαλυπτικό το γεγονός ότι περιπτώσεις ανακοπής χρηματοδότησης έχουν συμβεί στην Ελλάδα στις περιόδους Ιανουαρίου-Μαρτίου 2008, Νοεμβρίου 2008 με Ιανουάριο 2009, Μάρτιο με Ιούνιο 2010 και εκτεταμένα το 2012. Ωστόσο οι συνέπειες τους δεν έγιναν αντιληπτές λόγω της υποκατάστασης των ροών κεφαλαίων από τις διεθνείς αγορές μέσω του ευρωσυστήματος.
Oι συνέπειες της χρηματοδοτικής ανακοπής
Οι συνέπειες μιας ανακοπής χρηματοδότησης είναι ο περιορισμός της κατανάλωσης και της παραγωγής τόσο εξαιτίας της μειωμένης ζήτησης όσο και εξαιτίας των δυσχερειών στην εξασφάλιση των εισαγόμενων συντελεστών της παραγωγής.
Ο περιορισμός των εμπορεύσιμων αγαθών εξασκεί αυξητικές πιέσεις στις τιμές ιδιαίτερα για τα εισαγόμενα είδη που δεν μπορούν να υποκατασταθούν από εγχώρια. Παράλληλα, ενισχύονται οι πληθωριστικές πιέσεις και καταγράφεται μεγάλη απώλεια αγοραστικής δύναμης των μισθών. Οι αξίες των περιουσιακών στοιχείων κατακρημνύονται (ακίνητη περιουσία κλπ). Η δημοσιονομική ισορροπία μπορεί να χρηματοδοτηθεί αποκλειστικά μέσω των όποιων αποταμιεύσεων και του εσωτερικού δανεισμού. Η εξυπηρέτηση του χρέους δυσχεραίνεται καθώς το κόστος τυχόν δανεισμού εξακοντίζεται.
Οι αρνητικές αυτές συνέπειες πολλαπλασιάζονται ανάλογα με το εύρος των περιορισμών της ρευστότητας και των πιστοδοτήσεων που προκύπτουν από την αδυναμία του απομονωμένου από τις διεθνείς αγορές εθνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος να χρηματοδοτεί απρόσκοπτα την οικονομία και τις δραστηριότητες επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
Η κατάρρευση της πιστοδότησης από τις τράπεζες επιταχύνει την υφεσιακή πορεία, τη μείωση της ζήτησης και την αδυναμία των επιχειρήσεων να ανταπεξέλθουν. Το αποτέλεσμα είναι η βάθυνση και χρονική επέκταση της ύφεσης , η αύξηση της ανεργίας όσο και η καταστροφή παραγωγικών πόρων εξαιτίας της εγκατάλειψης
πτωχευμένων επιχειρηματικών μονάδων, και της αποκοπής από τις τεχνολογικές εξελίξεις ανέργων ή και παραγωγικών εγκαταστάσεων (πχ μακροχρόνια άνεργοι που χάνουν τις δεξιότητες τους, ή εγκατάλειψη κλάδων που αποκόπτονται από τις σύγχρονες τεχνολογικές αλλαγές όπως στην περίπτωση των ναυπηγείων).
Όλη η πίεση προσαρμογής πέφτει στις δημοσιονομικές περικοπές, τις μεταρρυθμίσεις και κυρίως στο κόστος παραγωγής και ιδιαίτερα στο κόστος εργασίας. Η πτώση των μισθών πρωτοστατεί στην πορεία της αναγκαίας εσωτερικής υποτίμησης, που αποτελεί τον αποκλειστικό δρόμο διαφυγής από την υφεσιακή δίνη.
Ανάκαμψη χωρίς τραπεζική χρηματοδότηση
Σε ένα οικονομικό πλαίσιο λειτουργίας χωρίς τραπεζική χρηματοδότηση έχει δειχθεί ότι η ανάκαμψη είναι εφικτή στο μέτρο που η παραγωγικότητα υπερβαίνει το κόστος χρήματος.
Σε διαφορετική περίπτωση δεν υπάρχει κίνητρο για ένα επιχειρηματία να προβαίνει στην εκμετάλλευση των παραγωγικών πόρων. Σαφέστατα, όσο μεγαλύτερο το κόστος χρήματος τόσο μεγαλύτερη η ανάγκη για αύξηση της παραγωγικότητας και μικρότερα τα περιθώρια ανάκαμψης. Πιο συγκεκριμένα, η ανάκαμψη οφείλεται στο αργούν παραγωγικό δυναμικό που σωρεύεται παρέχοντας φθηνό εργατικό δυναμικό, το οποίο, διατηρώντας την παραγωγική του δυνατότητα και τη μη απαξίωση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, καταλήγει να παρέχει υψηλή παραγωγικότητα με περιορισμένο κόστος εργασίας.
Η περίπτωση της Ελλάδας
Υπό καθεστώς χρηματοδοτικής ανακοπής οι απαιτήσεις προσαρμογής θα ενταθούν. Ειδικότερα θα πρέπει να επιταχυνθεί και να γίνει αποτελεσματικότερη η δημοσιονομική προσαρμογή με μείωση των κρατικών δαπανών και αύξηση των φόρων ή/και των αποκρατικοποιήσεων. Οι μεταρρυθμίσεις που διευκολύνουν την επιχειρηματικότητα θα πρέπει να επιταχυνθούν και να γίνουν πιο αποτελεσματικές συνεισφέροντας στην ταχύτερη δυνατή ευελιξία των αγορών προϊόντων, χρήματος και εργασίας.
Η εισοδηματική πολιτική θα πρέπει να γίνει πιο αυστηρή ώστε να αποκαταστήσει την απώλεια ανταγωνιστικότητας στο μεσο-βραχυπρόθεσμο ορίζοντα.
Το χρηματοπιστωτικό σύστημα θα βυθιστεί. Το ενεργητικό των τραπεζών θα περιοριστεί αποκλειστικά διαχειριζόμενο εθνικά κεφάλαια με αποτέλεσμα τον άμεσο περιορισμό της ρευστότητας και των συναλλαγών, την εκτίναξη των επιτοκίων και την κατάρρευση της πίστης και των χρηματοδοτήσεων. Η αύξηση του κόστους χρήματος θα επιδεινώσει τους όρους οικονομικής δραστηριότητας, καθώς
θα αυξήσει τις απαιτήσεις αύξησης της παραγωγικότητας για την επίτευξη της ανάκαμψης, η οποία πάντως μετατίθεται σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου.
Oι εναλλακτικές

Στο ως άνω πλαίσιο οι εναλλακτικές που παρουσιάζονται για την ελληνική οικονομία είναι οι ακόλουθες,
1. Παραμονή στο ευρώ με άρνηση συμβατικών υποχρεώσεων (μονομερής κατάργηση μνημονίου κλπ).
Η άρνηση των συμβατικών υποχρεώσεων στο μέτρο που θέτει τη χώρα εκτός των ειδικών ρυθμίσεων διευκόλυνσης από το ευρωσύστημα εισάγει τη χώρα σε χρηματοδοτική ανακοπή.
Το ύψος του χρέους δεν επηρεάζεται. Ωστόσο η διάρθρωση και οι όροι εξυπηρέτησης του μπαίνουν αντικειμενικά σε διαπραγμάτευση. Συνεπακόλουθα τίθεται σε διαπραγμάτευση η ίδια η σχέση μας με το ευρωσύστημα και την ΕΕ.
2. Παραμονή στην ΕΕ και επιστροφή στη δραχμή με μνημόνιο.
Στην περίπτωση αυτή η Ελλάδα μετατίθεται μεταξύ των κρατών μελών που έχουν εθνικό νόμισμα συνδεόμενο με το ευρώ με προκαθορισμένη και εντός πλαισίου συναλλαγματική ισοτιμία, όπως η Βουλγαρία, η Λιθουανία, η Εσθονία, ή η Λετονία. Σαφέστατα το νέο εθνικό νόμισμα θα υποτιμηθεί, γεγονός που θα αυξήσει το βάρος εξυπηρέτησης των δανειακών υποχρεώσεων. Η παραμονή στο ευρωσύστημα θα επιτρέψει την ειδική ενίσχυση μέσω του TARGET, στο μέτρο που η χώρα θα βρίσκεται εντός συμφωνίας (μνημόνιο). Η εκτίμηση για ευκολότερη αντιμετώπιση της κρίσης, κατά τα πρότυπα των προαναφερθεισών χωρών, προσκρούει στη διαφορά του ελληνικού τραπεζικού συστήματος στο οποίο δεν δραστηριοποιούνται ξένες τράπεζες (όπως στις ως άνω χώρες) διευκολύνοντας τις κεφαλαιακές ροές και την είσοδο κεφαλαίων μέσω των μητρικών τραπεζών.6
3. Παραμονή στην ΕΕ και επιστροφή στη δραχμή χωρίς μνημόνιο
Στην περίπτωση μη μνημονιακής κάλυψης η χώρα τίθεται εκτός ευρωσυστήματος. Οι συνέπειες της υποτίμησης θα συνοδευτούν από χρηματοδοτική ανακοπή. Η διατήρηση της ισοτιμίας της υποτιμημένης δραχμής έναντι του ευρώ θα τυγχάνει διαρκούς αμφισβήτησης, και είναι πλέον πιθανή η πορεία αλλεπάλληλων υποτιμήσεων. Συνεπώς θα εκδηλωθούν ακόμα ισχυρότερες αρνητικές συνέπειες τόσο στο μέτωπο του πληθωρισμού όσο και στο κόστος χρήματος. Οι απαιτήσεις αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας για την επίτευξη της ανάκαμψης θα είναι πολύ μεγαλύτερες.
Η δημοσιονομική προσαρμογή παραμένει ως απαίτηση όπως και οι μεταρρυθμίσεις που θα διευκολύνουν την επιχειρηματική δραστηριοποίηση. Ωστόσο, η χώρα δεν τίθεται εκτός των διαρθρωτικών προγραμμάτων της ΕΕ.
4. Πλήρης αποχώρηση από την ΕΕ και το ευρωσύστημα.
Ίδια με το ως άνω (περίπτωση 3), με την επιβάρυνση της αποκοπής από τα διαρθρωτικά προγράμματα της ΕΕ και την σχετική χρηματοδοτική υποστήριξη. Η διευθέτηση των υποχρεώσεων μας έναντι της ΕΕ και των κρατών μελών μένει να συμφωνηθεί ή να παραπεμφθεί στο ευρωπαϊκό δικαστήριο.
5. Προσαρμογή στις καθεστωτικές ή συμβατικές απαιτήσεις της συνεργασίας με την ΕΕ και την ΕΚΤ.
Συνεχίζεται η ομαλή χρηματοδότηση από το ευρωσύστημα. Το βάρος μετατίθεται στην τυχόν αναδιαπραγμάτευση των όρων της νέας συμφωνίας και τη διάρθρωση εξυπηρέτησης του χρέους.
Αντί επιλόγου
Από τα προαναφερόμενα ευθέως συνάγεται η ανάγκη επιλογής εκείνων των πολιτικών που δεν θα εγείρουν θέμα χρηματοδοτικής ανακοπής καθώς κάτι τέτοιο θα κατέληγε σε επαχθέστερες απαιτήσεις μακροοικονομικής και μικροοικονομικής προσαρμογής. Το ίδιο αποφευκτέα αναδεικνύεται η εκούσια ή «ακούσια» επιστροφή στη δραχμή με την συνεπακόλουθη υποτίμηση. Πολύ δε περισσότερο η έξοδος από την ΕΕ.
Επίσης συνάγεται η απαίτηση μέτρων πολιτικής για την αύξηση της παραγωγικότητας όσο και τη μείωση του κόστους χρήματος, ανεξαρτήτως εκδοχών για την πορεία του μέλλοντος. Η αύξηση της παραγωγικότητας θα πρέπει επιτέλους να τεθεί σε στρατηγικό πλαίσιο επεμβάσεων στην έρευνα, την παιδεία, τις υποδομές, την τεχνολογία τη καινοτόμα επιχειρηματικότητα, και να εγακταλειφθεί η επιλογή της εκβίασης της αύξησης μέσω της ανεργίας. Τέλος, η μείωση του κόστους χρήματος αποτελεί ένα θέμα που ελάχιστα έχει απασχολήσει το πολιτικό σώμα της χώρας που θα πρέπει να προσέλθει εξαντλώντας κάθε δυνατό διεθνικό ή εθνικό μέσο που θα συνέβαλλε στον έλεγχο του τραπεζικού ολιγοπωλίου. Στόχος, η αναδιάρθρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην κατεύθυνση της αύξησης του ανταγωνισμού σε ένα ασφαλές περιβάλλον που θα επιφέρει μείωση των επιτοκίων χρηματοδότησης και την απελευθέρωση ρευστότητας στον ιδιωτικό τομέα.
*Ο κ. Γιάννης Τσαμουργκέλης διδάσκει Διεθνή Οικονομική στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου