Την σημερινή εποχή της οικονομικής κρίσης, τα κύρια σοσιαλδημοκρατικά πολιτικά κόμματα αντιμετωπίζουν μία βαθιά και πολυεπίπεδη κρίση. Κόμματα όπως τα Βρετανικό Εργατικό Κόμμα, το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, το Ισπανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, το ΠΑΣΟΚ, έχουν υποστεί μία βαθιά πολιτική, προγραμματική και ιδεολογική καθίζηση. Ουσιαστικά, θα λέγαμε πως το κύριο σύμπτωμα αυτής της βαθιάς και πολυεπίπεδης κρίσης, βρίσκεται στον Ευρωπαϊκό νότο και αντανακλάται στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ. Το κόμμα που στις εκλογές του Οκτωβρίου του 2009 έλαβε το 43% των ψήφων, αντιμετώπισε μία πρωτοφανή πολιτική και εκλογική απίσχναση, όπως εκφράστηκε και αποκρυσταλλώθηκε κύρια στις διπλές εκλογές του 2012.

Η λήψη και η εφαρμογή σκληρών περιοριστικών πολιτικών λιτότητας, η λήψη και η εφαρμογή σκληρών αντιλαϊκών-αντεργατικών μέτρων, συνέβαλλαν στην επιτάχυνση του πολιτικού χωροχρόνου για το ΠΑΣΟΚ, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα την εκλογική καταβαράθρωση του στις εκλογές του 2012. Ένα πολιτικό κόμμα, ένα πολιτικό κύτταρο, το οποίο άλλοτε διεκδικούσε και εν πολλοίς είχε την ηγεμονία στο χώρο της ευρύτερης αριστεράς, σήμερα έχει μετατραπεί σε ένα κόμμα που λειτουργεί ως ο έλασσον κυβερνητικός εταίρος στη συγκυβέρνηση με το κόμμα της Ν.Δ.

Σε αυτό το πλαίσιο, το ΠΑΣΟΚ, απονεκρωμένο πολιτικά και οργανωτικά, εκλογικά συρρικνωμένο, και προγραμματικά και ιδεολογικά αδρανοποιημένο, λειτουργεί οργανικά ως το αναγκαίο συμπλήρωμα στην κυβέρνηση συνασπισμού με την Ν.Δ, παραχωρώντας της και την πολιτική ηγεμονία και πρωτοκαθεδρία. Στις επερχόμενες εκλογές το ΠΑΣΟΚ θα «αγωνιστεί» για την κοινωνική, πολιτική και εκλογική του επιβίωση συμμετέχοντας στο μετωπικό σχήμα της Δημοκρατικής Παράταξης σε μία εμφανή προσπάθεια να αποκτήσει «νέους» πολιτικούς, προγραμματικούς και ιδεολογικούς αρμούς που θα το διατηρήσουν στο ιστορικό και πολιτικό προσκήνιο. Όμως, πέρα και ξέχωρα από το ΠΑΣΟΚ, σε κατάσταση βαθιάς πολιτικής κρίσης έχουν περιέλθει και τα κύρια Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης. Σε αυτή την περίπτωση, η πολιτική κρίση λαμβάνει περισσότερο τα χαρακτηριστικά της κρίσης

πολιτικής και προγραμματικής ταυτότητας. Βέβαια, ενυπάρχει και η διαδικασία της εκλογικής συρρίκνωσης. Το άλλοτε κραταιό Γερμανικό SPD, ακολουθώντας το ΠΑΣΟΚ, συμμετέχει στην κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού, όπου όμως τον πολιτικό τόνο τον δίνει το χριστιανοδημοκρατικό κόμμα της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ. Αδυνατεί να αρθρώσει και να προβάλλει έναν εναλλακτικό πολιτικό και ιδεολογικό λόγο, ο οποίος αφενός μεν θα ορίσει και θα προσδιορίσει τις διαφορές του έχει με το χριστιανοδημοκρατικό κόμμα, αφετέρου δε αδυνατεί να εκφράσει έναν αντιηγεμονικό πολιτικό λόγο που θα αποτελέσει το αντίβαρο στις πολιτικές λιτότητας που κυριαρχούν σε Εθνικό-Γερμανικό και σε Ευρωπαϊκό επίπεδο.

Το Βρετανικό Εργατικό Κόμμα, το οποίο την μεταπολεμική περίοδο, έβαλε τις βάσεις για την σταδιακή συγκρότηση, ανάπτυξη και διεύρυνση του Βρετανικού κράτους πρόνοιας, με τις μεταρρυθμίσεις που προώθησε υπό την ηγεσία του Κλέμεντ Άτλι, προσπαθεί να αναδιοργανωθεί πολιτικά και ιδεολογικά μετά τα «ερείπια» που άφησε πίσω του ο περίφημος «τρίτος δρόμος» του Τόνι Μπλαιρ.

Και είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η ευθύγραμμη πορεία που ακολούθησαν τα κυριότερα Ευρωπαϊκά Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Μία πορεία που ξεκίνησε από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, όχι χωρίς διακυμάνσεις, για να καταλήξει στη σημερινή εποχή της βαθιάς οικονομικής κρίσης, η οποία και ανέδειξε με ενάργεια την ιδεολογική και προγραμματική οπισθοχώρηση των Σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Θα αναφερθούμε σε μία προσίδια διαδικασία πολιτικού, προγραμματικού και ιδεολογικού μετασχηματισμού, εκεί όπου τα κόμματα της παραδοσιακής και κλασικής σοσιαλδημοκρατίας μετατρέπονται σε άμορφα κόμματα της «Κεντροαριστεράς», κόμματα εξόχως αποπολιτικοποιημένα και αποϊδεολογικοποιημένα.

Εντός αυτού του ευρύτερου κοινωνικού και πολιτικού πλαισίου, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αμβλύνουν τις γωνίες του πολιτικού τους λόγου, «διαγράφουν» με μια μονοκονδυλιά τις προγραμματικές και ιδεολογικές τους διαφορές με τα «κεντροδεξιά» κόμματα, ενστερνίζονται την νεοφιλελεύθερη «ορθοδοξία» και την αντίληψη περί απουσίας εναλλακτικής λύσης και συναντώνται στο μεγάλο «ποτάμι» της αμφισβήτησης της πολιτικής διαδικασίας και της πολιτικής διαπάλης, της αδράνειας και του ατομισμού. Πλέον, η αντιπαράθεση και η διαπάλη τους με τα «κεντροδεξιά» κόμματα διεξάγεται στα πλαίσια και στα όρια ενός περιχαρακωμένου και «καρτελοποιημένου» πολιτικού

ανταγωνισμού, εκεί όπου μόνο η διαχείριση και η νομή της κυβερνητικής-κρατικής εξουσίας τα διαφοροποιεί από τα «κεντροδεξιά» πολιτικά κόμματα. Ο μετασχηματισμός του από κόμματα-μηχανισμούς κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης, από κόμματα τα οποία συνάρθρωναν και εξέφραζαν κοινωνικά συμφέροντα και αιτήματα σε οργανικά, λειτουργικά και δομικά «κόμματα του κράτους» τα αποστερεί από τον παραδοσιακό προγραμματική και ιδεολογική τους ρητορική καθώς και από την παραδοσιακή κοινωνική τους βάση.

Πλέον, ορίζονται κύρια από τις κρατικές προτεραιότητες και τα κρατικά διακυβεύματα. Η δομική και οργανική μετατόπιση τους στο πεδίο του κράτους και της εξουσίας, δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για την ανάδυση και διαμόρφωση όχι πλέον ολοκληρωμένων πολιτικών οργανισμών όπως ήταν κάποτε τα πολιτικά κόμματα, αλλά ημικρατικών και κρατικών μορφωμάτων, τα οποία και έχουν μεταφέρει το πεδίο της πολιτικής τους παρουσίας και δραστηριοποίησης στο εσωτερικό του κρατικού πυρήνα. Αυτά τα οργανικά εξαρτήματα του κράτους, αποκόπτονται από το εσωτερικό της ζώσας κοινωνίας, από την εκπροσώπηση των συμφερόντων του λαϊκού-εργατικού μπλοκ, και ορίζονται με βάση τους κρατικούς άξονες δραστηριοποίησης, που στην ουσία αποτελούν τους δομικούς άξονες δραστηριοποίησης του συνασπισμού εξουσίας.

Το σοσιαλδημοκρατικό «κόμμα του κράτους» διατηρεί ψιμύθια του παραδοσιακού πολιτικού και ιδεολογικού του λόγου, αλλά την ίδια στιγμή «εσωτερικεύει» τα κρατικά προτάγματα και τις κρατικές προτεραιότητες διαχείρισης των «ροών» της οικονομικής κρίσης.

* Ο κ. Σίμος Ανδρονίδης είναι υποψήφιος διδάκτορας στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.