Οι γιαγιάδες και οι θείες δεν ήθελαν δώρα. Ετσι είχαν μάθει: να είναι ακατάδεκτες για να μην επιβαρύνουν τους άλλους. Τις θυμάμαι να μας υποδέχονται στις πόρτες των σπιτιών τους κοιτάζοντας με ξινό βλέμμα τα χέρια μας: «θα σου τα σπάσω» η μία, «πόσες φορές σάς έχω πει να μη μου φέρνετε πράγματα» η άλλη, «πάρ’ το όπως είναι πίσω και δώσ’ το αλλού» η τρίτη. Κάθε συνάντηση ξεκινούσε από μια μικρή σύγκρουση στην είσοδο: Οι γονείς μας και εμείς που είχαμε μάθει από τους γονείς μας ότι «ποτέ δεν πηγαίνεις επίσκεψη με άδεια χέρια» δεν υπήρχε περίπτωση να μη βαστάμε το κατιτίς μας, οι θείες δεν υπήρχε περίπτωση να το δεχθούν χωρίς να δώσουν μιαν άκρως μελοδραματική παράσταση: «Γιατί ξοδεύεστε και με στενοχωρείτε; Γιατί πετάτε τα λεφτά σας σε εμάς τις γριές; Εμείς δεν θέλουμε δώρα. Το μόνο που θέλουμε είναι να κλείσουμε ήσυχα τα μάτια μας, και να, Γιώργο, άσε κάτω το κουτί!». Ο Γιώργος ήταν ένας ακόμη από τους συζύγους που καταδυναστεύονταν από το στεφάνι τους. Τον θυμάμαι να ανοίγει με τη χαρά μικρού παιδιού το κουτάκι με τα σοκολατάκια και τη συμβία του να τα αρπάζει από τα χέρια του θυμίζοντάς του ότι έχει ζάχαρο, ουρία, χοληστερίνη και ότι τους επόμενους μήνες θα τρέφεται μόνο με ξινόμηλα. Ο θείος την έλεγε γρουσούζα κλείνοντάς μας πονηρά το μάτι, εκείνη θύμωνε, οι υπόλοιποι έμπαιναν στη μέση προτείνοντας να περάσουμε στο ψητό «πριν κρυώσει και γίνει σόλα». Δεν τελείωνε εκεί το πανηγύρι, συνεχιζόταν όταν σηκωνόμασταν για να φύγουμε. Τότε οι θείες που δεν ήθελαν επ’ ουδενί λόγω δώρα άρχιζαν να μας κυνηγούν εμάς τα παιδιά γύρω από το τραπέζι για να μας βάλουν με το ζόρι στην τσέπη το δώρο τους, ένα προσεκτικά διπλωμένο χαρτονόμισμα «για να πάρεις ό,τι σου αρέσει». Μπροστά εμείς, πίσω εκείνες. Οχι ότι δεν θέλαμε μποναμά, θέλαμε και παραθέλαμε, απλώς είχε γίνει κατήχηση από τους γονείς μας: «Δεν θα πάρετε τίποτε! Θα λέτε «ευχαριστώ, δεν χρειάζεται»». Τo λέγαμε και εμείς, κάναμε και δύο-τρεις γύρους, αλλά στον τέταρτο επιβραδύναμε, ώστε η θεία να μας φτάσει.
Κατεβαίνοντας με το ασανσέρ τρώγαμε κατσάδα («δεν σου είπα να μην πάρεις χρήματα;») αλλά δεν πολυδίναμε σημασία, το μυαλό μας ήταν στο παιχνίδι που θα αγοράζαμε την επομένη. ΄Η μάλλον που δεν θα αγοράζαμε, γιατί με το που φτάναμε στο σπίτι η μαμά θα μας έπαιρνε την είσπραξη της ημέρας για να τη βάλει στον κουμπαρά και να μας κάνει διάλεξη για τα αγαθά της αποταμιεύσεως. Είχαν άλλη αξία τότε τα χρήματα. Οπως είχαν άλλη αξία και τα δώρα. Ενώ σήμερα, πόσα ακόμη λούτρινα ζωάκια να χωρέσει ένα παιδικό δωμάτιο; Πόσα κουτιά με γλυκά να ανοιχτούν μετά το δείπνο; Πόσες μπλούζες και μπλουζάκια να αγοράσεις σε ανθρώπους που έχουν στοκ για τα επόμενα δέκα χρόνια; Δεν θα φτάσω στο άλλο άκρο, δεν θα γίνω «ακατάδεκτος» όπως εκείνες οι θείες. Το δώρο θα είναι πάντα ευπρόσδεκτο
–ένας επιπλέον λόγος για να χαρώ. Απλώς κάθε χρόνο τέτοιες μέρες αναπολώντας πρόσωπα και πράγματα θυμάμαι ότι κάποτε ένα ευτελές (επιτραπέζιο) «Φιδάκι» και μια κακοφτιαγμένη κούκλα με αλλήθωρα μάτια ήταν αιτίες χαράς μεγάλης. Ηταν δώρα σπουδαία! Και αναρωτιέμαι αν τα σημερινά παιδιά με τα δεκάδες παιχνίδια θα νιώσουν ποτέ τη χαρά που νιώθαμε εμείς όταν η θεία μάς τσάκωνε στη στροφή του διαδρόμου για να σπρώξει στην τσέπη μας εκείνες τις λίγες δραχμές που έμοιαζαν στα μάτια μας τόσο πολλές.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ