Η υπόθεση του Νίκου Ρωμανού έγινε ένα από τα κεντρικά θέματα των τελευταίων εβδομάδων. Ποτέ, από όσο θυμάμαι, δεν έχει απασχολήσει το Κοινοβούλιο περίπτωση κρατουμένου για τέτοιο λόγο. Και ποτέ ως τώρα δεν έχει τεθεί παρόμοιο δίλημμα στην Πολιτεία. Γιατί αυτό που διακυβεύτηκε στην υπόθεση αυτή δεν ήταν η νομιμότητα οποιασδήποτε παρέμβασης της Εκτελεστικής εξουσίας στα της Δικαστικής και στη Διοίκηση, όπως υποστηρίχθηκε από πολλούς και από την κυβέρνηση.

Ούτε και ήταν μόνον η άρνηση ενός δικαιώματος, που η ίδια η Πολιτεία έχει θεσπίσει. Το θέμα που έθεσε η υπόθεση Ρωμανού, έτσι όπως εξελίχθηκε, δεν ήταν τελικά νομικό αλλά πολιτικό. τα νομικά επιχειρήματα που η μία και η άλλη πλευρά έθεταν (για να περιοριστώ στο Κοινοβούλιο) λύθηκαν μεν στο νομικό πεδίο, αλλά αντανακλούν ένα ευρύτερο πολιτικό ζήτημα που έφερνε την κυβέρνηση αντιμέτωπη με βασικές της δικαιοπολιτικές και ιδεολογικές επιλογές: το πρόβλημα του τι θα κάνει αυτή η κοινωνία και αυτή η κυβέρνηση με τους εγκληματίες της.

Διότι εκτός των άλλων, η περίπτωση Ρωμανού έθεσε αυτό το ουσιαστικό αλλά «υπόγειο» ή «άτυπο» δίλημμα σε μια κυβέρνηση που έχει στον πυρήνα της ιδεολογίας της τον «πόλεμο στο έγκλημα» και ό,τι αυτό συνεπάγεται: το δίλημμα, επομένως, ήταν αν μια κυβέρνηση που έχει σημαία της τη μηδενική ανοχή θα δείξει γενναιοδωρία (ή κατ’ άλλους αδυναμία) ενώπιον ενός παράνομου. Θα παραλείψω εδώ ειδικότερες πτυχές της υπόθεσης Ρωμανού και θα σχολιάσω την ουσία του διλήμματος.

Πολλές φορές στην ιστορία της Ευρώπης και άλλων περιοχών, κυβερνήσεις έχουν βρεθεί ενώπιον διλημμάτων που τους έθεταν παράνομοι και ειδικά, άτομα που δεν ανήκαν στον τυπικό υπόκοσμο, αλλά εντάσσονταν από το κράτος ή την κοινωνία στους κοινωνικούς εγκληματίες, σε παρασυρθέντες σε πολιτικούς εγκληματίες κ.λπ. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το σύνηθες πρόβλημα ήταν εάν θα έπρεπε να ενδώσει η κυβέρνηση για να σώσει το θύμα της απαγωγής, τη ζωή του απεργού πείνας, την ασφάλεια των φυλακών σε περίπτωση εξεγέρσεων κ.λπ.

Το Κράτος Πυγμής –γιατί περί αυτού πρόκειται –πλαισιωνόταν πάντα από μια φιλοσοφικο-ηθική θέση, ότι το κράτος δεν ενδίδει στις πιέσεις των παρανόμων, καθώς η οποιαδήποτε υποχώρηση, συνδιαλλαγή ή γενναιοδωρία θέτει σε κρίση το κύρος του και νομιμοποιεί πολιτικά την παρανομία. Επρόκειτο για περιπτώσεις που δεν μπορούσαν να λυθούν μέσα από το νομικό πλαίσιο, γιατί ακριβώς είτε το υπερέβαιναν είτε δεν ήταν θέμα νομικού πλαισίου. Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα που έθεσαν ενώπιον του διλήμματος που προανέφερα τις κυβερνήσεις της εποχής (αν και τελείως διαφορετικά μεταξύ τους και κυρίως διαφορετικά από την υπόθεση Ρωμανού) ήταν η περίπτωση Μπόμπι Σαντς και Αλντο Μόρο.

Η περίπτωση του Μπόμπι Σαντς, του ανθρώπου που έπειτα από 66 μέρες απεργίας πείνας δημιούργησε με τον θάνατό του κίνημα παθητικής αντίστασης στην εξουσία, τι απέδωσε τόσο στη Βρετανία όσο και στην Ιρλανδία εκτός από αίμα, βία και δάκρυα;
Η διαχείριση της απαγωγής του Αλντο Μόρο (ομήρου των Ερυθρών Ταξιαρχιών επί 55 ημέρες με αίτημα την απελευθέρωση 8 μελών της οργάνωσης) προκάλεσε, εκτός από τη δολοφονία του πολιτικού, πολιτική αστάθεια στην Ιταλία και καθόρισε την περαιτέρω πολιτική ιστορία της. Ποιος κέρδισε τελικά από αυτή την τροπή των πραγμάτων;
Αυτές οι χαρακτηριστικές περιπτώσεις (και πολλές άλλες) θέτουν βασικά ερωτήματα: Ποιος κερδίζει τελικά από το «Κράτος Πυγμής» και ποιο είναι το ουσιαστικό, πολιτικό και κοινωνικό αποτέλεσμα; Θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει σήμερα σοβαρά ότι πράγματι κέρδισε ποτέ το κράτος δικαίου μέσα από τις πολιτικές Πυγμής;
Στην υπόθεση Ρωμανού η αξιοπιστία και το κύρος της κυβέρνησης τέθηκαν σε κρίση, ακριβώς επειδή έχοντας η κυβέρνηση το βλέμμα στραμμένο στον «πόλεμο στο έγκλημα», η υπόθεση αυτή την έφερε ιδεολογικά στα όριά της. Γι’ αυτό και το Κράτος Πυγμής παρουσιάστηκε μέχρι το «παρά πέντε» ως μοναδική διέξοδος «κρυπτόμενο» πίσω από το νομικό πλαίσιο. Η έκβαση της υπόθεσης αυτής μπορεί να σηματοδοτήσει και το τέλος του «πολέμου στο έγκλημα». Γι’ αυτό και η υπόθεση Ρωμανού είναι πολιτικό ζήτημα.
Επιπλέον, μέσα από τη λύση που δόθηκε, για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό διαφαίνεται και η απόφαση του Κράτους να επανορθώσει –και το εννοώ –το κακό που προξένησε με τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου σε έναν νέο άνθρωπο: γιατί και τότε συγκεκριμένες πολιτικές αστυνόμευσης –ως κεντρικές επιλογές –είχαν το συγκεκριμένο αποτέλεσμα.


Η κυρία Σοφία Βιδάλη είναι καθηγήτρια στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ