Αποτελεί σήμερα κοινό αίτημα όλων των Ελλήνων πως η χώρα μας οφείλει να αποκαταστήσει σύντομα την οικονομική της ισορροπία και να επανακτήσει το κύρος της. Να πάψει δηλαδή να αποτελεί «το μαύρο πρόβατο» των αγορών.
Η πραγμάτωση του στόχου αυτού αξιώνει, κατ’ αρχάς, μια έντιμη συνεννόηση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων σε εθνική βάση και αναβάθμιση του κομματικού διαλόγου.

Εχει ανάγκη, επίσης, από την επαναφορά μιας αληθινής και ειλικρινούς «γλώσσας», χωρίς ψεύτικα επικοινωνιακά τρικ, που οδηγούν στον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης. Ενας τέτοιος στόχος δεν επιτυγχάνεται, βέβαια, με ρηματικές «φωτοβολίδες», όπως «θα σκίσω τα μνημόνια» ή ότι «βγαίνουμε στις αγορές». Ούτε συμβάλλουν στη σωστή ενημέρωση των πολιτών συγκρίσεις ανόμοιων παραδειγμάτων του τύπου ότι θα «πράξουμε όπως και η Πορτογαλία η οποία κατόρθωσε πρόσφατα να επανέλθει στις αγορές».

Η αποτελεσματική, λοιπόν, αντιμετώπιση της σημερινής κρίσης (μιας κρίσης χρέους, που δεν μπορεί να επιλυθεί με την εφαρμοζόμενη οικονομική συνταγή) είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί με την επίτευξη δύο βασικών στόχων.
Ο πρώτος στόχος θα έπρεπε να είναι ιδεολογικός. Αφορά την ανατροπή της λογικής του μονεταρισμού της περιοριστικής λιτότητας, η οποία αποτελεί κακέκτυπη επανάληψη («η ιστορία ως φάρσα») του λεγόμενου «χουβεριανού» μοντέλου (από το όνομα του τότε Προέδρου των ΗΠΑ).

Εφαρμόστηκε στη δεκαετία του ’20 με τραγική κατάληξη το κραχ του 1929. Σήμερα το μοντέλο αυτό έρχεται «μακιγιαρισμένο» με τις ιδέες της καλούμενης «νέας οικονομίας» (του Χάγεκ και του Φρίντμαν) και έχει επιβληθεί σε όλο τον κόσμο από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 (με την πολιτική Ρίγκαν και Θάτσερ). Από τότε, λοιπόν, βυθίστηκε εκ νέου η ανθρωπότητα σε συνεχείς και κυκλικές κρίσεις και υφέσεις, μετά τη μεταπολεμική τριακονταετία της «Χρυσής Εποχής» του κεϊνσιανισμού…

Οι προτάσεις, συνεπώς, των ελληνικών κυβερνήσεων θα έπρεπε να έχουν, κατ’ αρχάς, ως κεντρική ιδέα έναν ήπιο «νεοκεϊνσιανισμό», προσαρμοσμένο, βέβαια, στα ευρωπαϊκά δεδομένα και στην παγκοσμιοποίηση. Στη συνέχεια θα έπρεπε να προβάλλονται οι συγκεκριμένοι ποσοτικοί στόχοι και οι «κόκκινες γραμμές». Μια τέτοια πολιτική θα έβρισκε συμμάχους και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. Γαλλία, Ιταλία κ.λπ.).
Ο δεύτερος στόχος των κυβερνήσεων της κρίσης θα έπρεπε να αφορά την πραγμάτωση ορισμένων βασικών μεταρρυθμίσεων τις οποίες έχει απόλυτη ανάγκη η ίδια η χώρα μας (και όχι επειδή αποτελούν προαπαιτούμενα της τρόικας για την εκταμίευση μιας δόσης). Η πρώτιστη και απολύτως αναγκαία μεταρρύθμιση για τη χώρα μας είναι ο προσδιορισμός των ορίων «Δημοσίου» και «Ιδιωτικού», κατανέμοντας ισόρροπα το πεδίο δράσης αυτών. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις έγκριτων οικονομολόγων και αναλυτών, η αναλογία καταμερισμού του βάρους ενός εκ των δύο τομέων θα έπρεπε να είναι 4 ή 3 προς 1: δηλαδή 3 ή 4 υπέρ της μείωσης του Κράτους (δαπανών) και 1 υπέρ της φορολογικής επιβάρυνσης των πολιτών (ιδιωτικός τομέας).

Οι ελληνικές κυβερνήσεις όμως μετά το 2009 προτίμησαν την εύκολη, αλλά αντιοικονομική και αντιλαϊκή «λύση» των βαθιών κουρεμάτων των μισθών, των ημερομισθίων και των συντάξεων, των μαζικών απολύσεων στο Δημόσιο και της άδικης υπερφορολόγησης των πολιτών. Πραγματικές, συνεπώς, μεταρρυθμίσεις δεν έχουν πραγματοποιηθεί ως τώρα. Αντίθετα, έχουν «βαπτισθεί» (για εσωτερική κατανάλωση) ως «μεταρρυθμίσεις» εξοντωτικά αντιλαϊκά μέτρα, τα οποία οδήγησαν τη χώρα μας και τους πολίτες της στη φτώχεια, στην ανεργία, στην εξαθλίωση, στην ελεημοσύνη και στην ταπείνωση και στον εξευτελισμό.

Γεννιούνται, ωστόσο, ορισμένα εύλογα ερωτήματα: Αλήθεια, από πότε η εξόντωση των ανθρώπων και η με βίαιο και παράνομο τρόπο αφαίρεση της περιουσίας τους αποτελεί «μεταρρύθμιση»; Και, επίσης, στο όνομα ποιου δικαιικού κανόνα ή ποιου ηθικού ή κοινωνικού συμβολαίου βαφτίζεται ως «εκσυγχρονισμός» η ισοπέδωση της «μεσαίας τάξης» και η ταυτόχρονη οικοδόμηση στη θέση της μιας ιδιαίτερα ολιγομελούς ολιγαρχικής «νομενκλατούρας», που νέμεται ανεξέλεγκτα τον πλούτο των λαών και την περιουσία του κράτους.
Η επίτευξη των παραπάνω στόχων αξιώνει απαραίτητα την επιβολή πολιτικής σταθερότητας στη χώρα μας. Οι συνεχείς, όμως, διακηρύξεις ότι η πιθανή προκήρυξη εκλογών μπορεί να επιφέρει κυβερνητική αστάθεια και απώλεια εμπιστοσύνης προς τη χώρα μας δεν βοηθούν στην ομαλή έξοδό της από την κρίση. Αντίθετα, προκαλούν διεθνή νευρικότητα και ανασφάλεια. Εξάλλου, ως γνωστόν, η σημερινή δικομματική κυβέρνηση είναι αδύναμη και στερείται της αναγκαίας κοινωνικής νομιμοποίησης. Μια κυβέρνηση, ωστόσο, με νωπή λαϊκή εντολή θα μπορούσε αποτελεσματικότερα να διαχειριστεί τα συμφέροντά μας και να αντιμετωπίσει την κρίση.

Επίσης, θα οδηγούσε στην ανάκτηση του ηθικού των πολιτών και στην επανασυγκόλληση του διερρηγμένου κοινωνικού μας ιστού. Συγχρόνως, θα εκτόνωνε και κάθε εσωτερική ένταση. Παράλληλα θα ήταν πιο δύσκολο για τις αγορές να ακυρώνουν αυθαίρετα τις θέσεις και τις πολιτικές αποφάσεις μιας ισχυρής κυβέρνησης που είναι μάλιστα εμβαπτισμένη σε πρόσφατη λαϊκή ετυμηγορία. Επισημαίνουμε επίσης πως η παράταση της σημερινής αβεβαιότητας θα μπορούσε να ενδυναμώσει την «ακραία φασιστική Δεξιά», καθώς και κομματικά μορφώματα στείρας διαμαρτυρίας, τα οποία σπεύδουν να καπηλεύονται τη σημερινή επικίνδυνη κατάσταση αυτοαναγορευόμενα ως οι «σωτήρες της Δημοκρατίας».

Το σημερινό, τέλος, καθεστώς ενέχει και μια υπαρκτή απειλή και για την υπόσταση και την ακεραιότητα της ίδιας της κεντροδεξιάς παράταξης. Γιατί όσο παρατείνεται η σημερινή ερμαφρόδιτη κατάσταση τόσο περισσότερο ενδυναμώνουν εντός της «περίεργες» φυγόκεντρες πολιτικές δυνάμεις με κίνδυνο να βρεθεί η ΝΔ σε παρόμοια θέση με εκείνη του κραταιού, άλλοτε, ΠαΣοΚ.
Η άμεση, συνεπώς, προσφυγή στις κάλπες (με πιο πιθανή, μετεκλογικά, τη συγκρότηση κυβέρνησης εθνικής συνεννόησης) αποτελεί μια ευνοϊκή προοπτική και για το μέλλον της χώρας και για την εξέλιξη της Κεντροδεξιάς. Η Ιστορία, άλλωστε, απέδειξε πολλές φορές ότι νόθες καταστάσεις δεν επιδέχονται νόθες λύσεις. Η Ελλάδα έχει ανάγκη από καθαρές πολιτικές επιλογές. Τώρα!


Ο κ. Σωτήρης Χατζηγάκης είναι πρώην υπουργός.
Twitter: @SotHatzigakisFacebook: https://www.facebook.com/SotirisHatzigakis

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ